Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2009

Από το Σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα, στην αυτοδυναμία του ΠΑΣΟΚ

III

Το δισυπόστατο φάντασμα: ΠΑΣΟΚ και άλλες δημοκρατικές δυνάμεις…
Η κατάρρευση της Χούντας βρήκε την Ελληνική κοινωνία ριζοσπαστικοποιημένη προς τα αριστερά σε πρωτόγνωρο βαθμό, με πρώτη και καλύτερη τη φοιτητική νεολαία της εποχής. Η ριζοσπαστικοποίηση αυτή ήταν αποτέλεσμα κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, της εφτάχρονης πολιτικής καταπίεσης: Η οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα τα χρόνια της δικτατορίας συγκρινόμενη με τη σημερινή φαντάζει σαν τον Απολεσθέντα Παράδεισο και τα αδιέξοδα της Κεϋνσιανής οικονομικής διαχείρισης δεν είχαν ακόμα φανεί σε όλη τους την έκταση στις δυτικοευρωπαϊκές οικονομίες, αν και τα πρώτα σύννεφα ήταν ήδη ορατά μετά την πρώτη πετρελαϊκή κρίση.

Η αποκατάσταση της Δημοκρατίας έφερε μαζί και την αποκατάσταση της Αριστεράς και μάλιστα εν δόξη και τιμή, αφού της αναγνωριζόταν καθολικά η γενναία αντίσταση κατά της Χούντας. Για πρώτη φορά μετά το 1947 τα σφυροδρέπανα μπορούσαν να κυματίζουν ελεύθερα και νόμιμα σε μπαλκόνια και δρόμους. Μόνο που τώρα τα σφυροδρέπανα δεν εμφανιζόντουσαν όλα μαζί, αλλά χωρισμένα σε τρία ευδιάκριτα και ξεχωριστά «μπλοκ»: Το «ορθόδοξο» του ΚΚΕ, το «ανανεωτικό» του ΚΚΕεσ. που «σχεδιάστηκε» μετά τη διάσπαση του 1968 και το «αυθεντικό» των Μαοϊκών, της νέας κομμουνιστικής γενιάς, «καρπού» της Μεγάλης Πολιτιστικής Επανάστασης του προέδρου Μάο, του Γαλλικού Μάη αλλά και της Άνοιξης της Πράγας. Καθώς αυτά τα τρία μπλοκς ήταν πολύ απασχολημένα να υποβλέπουν και να μάχονται με νύχια και με δόντια το ένα τα άλλα δύο για την ιδεολογική πρωτοκαθεδρία μέσα στο χώρο της Αριστεράς, δεν πρόσεξαν ότι για πρώτη φορά κάποιος ξένος είχε βάλει πόδι στο «οικόπεδό» τους. Για την ακρίβεια το πρόσεξαν, αλλά δεν του έδωσαν και πολύ σημασία.

Στις δεκαοκτώ, σοσιαλισμό!

Ο ξένος αυτός δεν ήταν βέβαια άλλος από το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου. Ήταν όμως ένας περίεργος ξένος, αφού φορούσε τα ρούχα της Αριστεράς, έστω και σε πράσινη απόχρωση: Το ΠΑΣΟΚ οργανώθηκε στα πρότυπα των κομμάτων της κομμουνιστικής Αριστεράς με Οργανώσεις Βάσης σε όλη την Ελλάδα στα γραφεία των οποίων μπορούσε να δει κανείς σε κορνίζες όλο το πάνθεο των Πατέρων της Κομμουνιστικής Θεολογίας, μηδέ του Στάλιν εξαιρουμένου! Ο χαρισματικός αρχηγός του, δημοφιλής ήδη από τα χρόνια της Ένωσης Κέντρου, μιλούσε για σοσιαλισμό με πιο θερμά λόγια από το ΚΚΕ ή το Μαοϊκό ΕΚΚΕ και δεν δίσταζε να καταγγέλλει ανελέητα τη Δυτικοευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία για ταξική προδοσία. Επιπλέον -και ίσως το πιο καταλυτικό για τη μετέπειτα πορεία του- ενέτασσε όλη αυτή τη συνθηματολογία κάτω από το αίτημα της Εθνικής Ανεξαρτησίας από κάθε ιμπεριαλιστικό (ή αντιιμπεριαλιστικό) κέντρο. Σε μια χώρα σαν την Ελλάδα του 1974, που είχε ταυτίσει τη Χούντα με τους Αμερικάνους και άκουγε από τον Εμφύλιο και μετά με μεθόδους παρόμοιες της υπνοπαιδείας, ότι οι κομμουνιστές δεν ήταν παρά πράκτορες της Μόσχας, αυτό (σε συνδυασμό μάλιστα με τις πρόσφατες ακόμα μνήμες της Τσεχοσλοβακίας του 1968) ήταν πραγματικό υπερόπλο!

Έτσι το ΠΑΣΟΚ απέκτησε την πρώτη κρίσιμη μάζα οπαδών που ήδη από τις πρώτες εκλογές του 1974 (θριαμβευτής ο Καραμανλής με 54,37% για τη Νέα Δημοκρατία) ξεπέρασε σε όγκο τις δυνάμεις της Αριστεράς: 13,58% έναντι 9,47% της Αριστεράς.

Αυτή η κρίσιμη μάζα ήταν αρκετή για να ξεκινήσει ο Ανδρέας Παπανδρέου την πορεία του προς την κυβερνητική εξουσία. Γιατί διακατεχόταν από το αριστερό πνεύμα της εποχής, άρα ήταν ένας σκληρός πυρήνας που επιπλέον του επέτρεπε να διεμβολίζει επί μονίμου βάσηςτην Αριστερά, μη επιτρέποντάς της να μετατρέψει το ηθικό της πλεονέκτημα σε πολιτική επιρροή. Με ασφαλισμένο το αριστερό πλευρό του στράφηκε προς το δεξιό. Το πρώτο μέλημα ήταν η απορρόφηση της παλιάς και πεπαλαιωμένης πια Ένωσης Κέντρου, προσελκύοντας όχι μόνο τους «Αντρεϊκούς» του ’65, αλλά και τη μεγάλη μάζα των δημοκρατικών, πλην όμως όχι και τόσο ριζοσπαστών οπαδών της. Ήταν αναγκαίο συνεπώς να αρχίσει σταδιακά να στρογγυλεύει το δημόσιο λόγο του, φροντίζοντας όμως να διατηρείται εσωκομματικά η αριστερή φρασεολογία. Δεν συνάντησε καμία δυσκολία να το κάνει, αφού πρώτα φρόντισε βέβαια να εκκαθαρίσει το ΠΑΣΟΚ από όσους είχαν πάρει στα σοβαρά τις περί εσωκομματικής δημοκρατίας διακηρύξεις… Ο στόχος της απορρόφησης του κεντρώου χώρου επιτεύχθηκε στις εκλογές του 1977, όπου το ΠΑΣΟΚ αναδείχθηκε δεύτερο κόμμα της Βουλής με 25,34% και 93 βουλευτές ξεπερνώντας κατά πολύ την Ένωση Δημοκρατικού Κέντρου του Γ. Μαύρου. Από εκεί και πέρα, ο δρόμος μέχρι τη θριαμβευτική νίκη του 1981 με 48,ο7% ήταν ένας ξεκούραστος περίπατος…

Φως vs Σκότος

Δεν είναι εύκολο να συνοψισθούν σε μία κεντρική στρατηγική όλοι οι χειρισμοί και οι συγχρονισμένες με την εκάστοτε πολιτική συγκυρία τακτικές του Αντρέα Παπαντρέου σε αυτή την επταετία που έφερε το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση. Ωστόσο, αν παραμερίσει κανείς τα πέπλα του αριστερού λαϊκισμού και της άμετρης δημαγωγίας του, θα μπορέσει ίσως να διακρίνει ότι ο Αντρέας κατάφερε εν τέλει να βγει νικητής, μετατοπίζοντας σταδιακά το «γήπεδο» όπου δινόταν ο αγώνας από αυτό της Δεξιάς-Αριστεράς στο οποίο εμφανίστηκε αλλά δεν μπορούσε να πρωταγωνιστήσει, σε αυτό της Δεξιάς-Αντιδεξιάς στο οποίο κατέληξε επειδή εκεί μπορούσε να συσπειρώσει ένα μεγάλο πλειοψηφικό ρεύμα υπό την ηγεμονία του.

Ανεξάρτητα από τις επί μέρους διαφορές στη στάση της, η Αριστερά, παρακολούθησε με αμηχανία την πορεία του ΠΑΣΟΚ προς την κυβέρνηση. Αν εξαιρέσουμε τις ζωτικές δυνάμεις που σπαταλούσε στις ενδοαριστερές έριδες, τι θα μπορούσε να κάνει; Όσο κι αν ηγεμόνευε στα Πανεπιστήμια, στα «δυναμικά» συνδικάτα και στους χώρους της διανόησης και της τέχνης, όσο κι αν απολάμβανε το σεβασμό από μεγάλα τμήματα των Ελλήνων λόγω των αντιστασιακών της περγαμηνών, δεν έπαυε να είναι η ηττημένη του Εμφυλίου που την προηγούμενη δεκαετία μάλιστα, όπως είδαμε στο προηγούμενο σημείωμα, είχε προσφέρει εθελοντικά και άνευ όρων χείρα βοηθείας στην αντιδεξιά παράταξη. Τώρα, τα εκλογικά τουλάχιστον ποσοστά της ήταν ακόμα περισσότερο συρρικνωμένα και στη θέση της παλιάς Ένωσης Κέντρου είχε εμφανιστεί ένα κόμμα που στα λόγια τουλάχιστον και σε συμβολικό επίπεδο φαινόταν συχνά σαν μια αριστερά της Αριστεράς, όπως εύστοχα είχε πει στη Βουλή ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.

Έτσι, όταν το ΠΑΣΟΚ έγινε κυβέρνηση το 1981, η Αριστερά τήρησε στάση ευνοϊκής ανοχής. Στις Δημοτικές εκλογές του 1982, προχώρησε σε εκτεταμένη συνεργασία μαζί του, για να ακούσει εμβρόντητη το βράδυ από τους εκφωνητές της εξ ολοκλήρου κρατικής ακόμα τηλεόρασης να την αναφέρουν ως «άλλες δημοκρατικές δυνάμεις». Το κατάπιε όμως θέλοντας και μη -ορισμένα τμήματά της περισσότερο θέλοντας, παρά μη. Γιατί, ενώ από τη μια η πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ «καπάκωνε» την Αριστερά, από την άλλη είχε ακολουθήσει φιλολαϊκή, αναδιανεμητική οικονομική πολιτική και επιπλέον είχε προχωρήσει στην κατάργηση όσων εμφυλιοπολεμικών νόμων ίσχυαν ακόμα με παράλληλη αναγνώριση της Εαμικής αντίστασης κατά τη Γερμανική κατοχή. Οι Έλληνες επιτέλους απελευθερώνονταν από το «φόβο του χωροφύλακα» και οι «κατσαπλιάδες του ΕΑΜ» αγκαλιάζονταν από την Ελληνική πολιτεία ως άξια τέκνα της Πατρίδας. Αυτές οι δύο αντιφατικές όψεις του κυβερνητικού ΠΑΣΟΚ, μαζί βέβαια με τον αυτοπροσδιορισμό του ως αριστερού κόμματος, ήταν η βασική αιτία που καθιστούσαν για την Αριστερά εξαιρετικά περίπλοκο το ζήτημα της συνεργασίας μαζί του. Στην τρίτη του και πιο «ζόρικη» εμφάνιση με τη μορφή του ΠΑΣΟΚ, το φάντασμα των συμμαχιών που κυνηγούσε την Αριστερά από τον Μεσοπόλεμο παρουσιαζόταν κυριολεκτικά δισυπόστατο! Τόσο, ώστε εκτός από αριστερούς ψηφοφόρους, άρχισε να μπερδεύει και στελέχη της Αριστεράς κυρίως από το χώρο του ΚΚΕεσ και της προδικτατορικής ΕΔΑ που στις εκλογές του 1985 προσχώρησαν επίσημα στο ΠΑΣΟΚ.

Η δεύτερη τετραετία του ΠΑΣΟΚ (1985-1989) ξεκίνησε με ένα διετές πρόγραμμα λιτότητας που διευκόλυνε την Αριστερά να αρχίσει να παίρνει αποστάσεις, αν και στο ΚΚΕεσ εξακολουθούσε να υπάρχει ένα ευδιάκριτο ρεύμα υπέρ της συνεργασίας. Από τη μεριά του ΠΑΣΟΚ το ζήτημα αντιμετωπιζόταν με τη δοκιμασμένη μέθοδο του μαστίγιου και του καρότου… Η φθορά του όμως ήταν τόση που δεν μπορούσε να ανακοπεί με εισροές από τη δεξαμενή της Αριστεράς. Αντίθετα, ενισχύθηκε από το σκάνδαλο Κοσκωτά που σημάδεψε τις εκλογές του ’89.

Το «Μαύρο ’89» και το μαύρο ’91

Με έναν εκλογικό νόμο ειδικά σχεδιασμένο να αποτρέψει κυβέρνηση της ανερχόμενης ΝΔ, απαιτώντας πολύ μεγάλη πλειοψηφία από το πρώτο κόμμα για να μπορέσει να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, η ΝΔ του Μητσοτάκη έμεινε στους 145 βουλευτές, αν και πήρε 44,3% των ψήφων. (Το ΠΑΣΟΚ είχε κυβερνήσει την προηγούμενη τετραετία με άνετη πλειοψηφία 161 βουλευτών, παρ’ όλο που το ποσοστό ψήφων του ήταν μόλις μεγαλύτερο: 45,8%). Έτσι προέκυψε η συγκυβέρνηση Δεξιάς-Αριστεράς με τη συμμετοχή του Συνασπισμού (ΚΚΕ και η πλειοψηφία του παλιού ΚΚΕεσ που στο μεταξύ είχε μετονομαστεί σε Ελληνική Αριστερά) στην κυβέρνηση Τζανετάκη. Το γεγονός ισοδυναμούσε με βόμβα μεγατόνων!

Ποιούς λόγους επικαλέστηκε ο τότε Συνασπισμός; Αν δεν σχηματιζόταν κυβέρνηση και γίνονταν νέες εκλογές το σκάνδαλο Κοσκωτά θα παραγραφόταν. Για το σκάνδαλο, ευθυνόταν το ΠΑΣΟΚ. Συνεπώς, δεν μπορούσε να συγκυβερνήσει με τους ενόχους. Άρα, τι έμενε;

Όλα αυτά ήταν αλήθεια. Αλλά δεν ήταν όλη η αλήθεια. Φαίνεται ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο και η εκτίμηση του Συνασπισμού πως παρουσιαζόταν μια καλή ευκαιρία να πάρει η Αριστερά τη ρεβάνς για όλη την πολύχρονη λεηλασία που είχε υποστεί από το ΠΑΣΟΚ μέσω του εκβιαστικού διλήμματος «ή μας ψηφίζετε ή έρχεται η Δεξιά». Εκτίμηση που εναρμονιζόταν άλλωστε με τα αισθήματα των οπαδών της…

Όπως ήταν αναμενόμενο, η απόφαση του Συνασπισμού αποτέλεσε για το ΠΑΣΟΚ casus belli. Η Αριστερά καταγγέλθηκε σε όλους τους τόνους από σύσσωμο το ΠΑΣΟΚ για προδοσία του λαού. Σε πέντε όμως μήνες, στις επόμενες εκλογές τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου, όπου και πάλι η ΝΔ δεν μπόρεσε να αποκτήσει αυτοδυναμία, ενέδωσε και το ίδιο σ’ αυτή την «προδοσία» συμμετέχοντας στην Οικουμενική κυβέρνηση Ζολώτα (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-Συνασπισμός)! Η περιπετειώδης αυτή περίοδος έληξε με νέες εκλογές τον Απρίλιο του 1990 που -επιτέλους!- έδωσε στον Μητσοτάκη την πολυπόθητη αυτοδυναμία, έστω κι αν χρειάστηκαν κάποιοι τελευταίοι, «επιδέξιοι» χειρισμοί για να εξασφαλιστεί ο 151ος βουλευτής…

Ανεξάρτητα από όλα όσα ειπώθηκαν εκείνους τους μήνες, αλήθειες, ψέματα , προσχήματα ή οι μισές εκδοχές τους, η απόφαση του Συνασπισμού που τότε αποτελούσε τη συντριπτική πλειοψηφία της πολιτικά συγκροτημένης Αριστεράς, μάλλον έβλαψε παρά ωφέλησε. Συσπείρωσε τον κόσμο του ΠΑΣΟΚ εναντίον της και τροφοδότησε για χρόνια την Πασοκική προπαγάνδα. Το χειρότερο: Έστω και βραχυπρόθεσμα αδυνάτισε το δυνατό της «χαρτί», αυτό δηλαδή της καταγγελίας του ΠΑΣΟΚ για τις δεξιές πολιτικές που αργότερα, όταν εκείνο επανήλθε στην κυβέρνηση, ακολούθησε.

Μεσολάβησαν τα 3,5 χρόνια της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Και βέβαια, μεσολάβησε το κοσμοϊστορικό γεγονός που συγκλόνισε τον κόσμο από ακριβώς αντίθετη άποψη σε σύγκριση με τις 10 μέρες που τον είχαν συγκλονίσει τον μακρινό Οκτώβρη του 1917: Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης τον Αύγουστο του 1991!

Μοιραία, στις εκλογές του 1993 η Αριστερά έφτασε στο χείλος του γκρεμού. Το ΚΚΕ, που στο μεταξύ είχε αποχωρήσει (1991) από τον Συνασπισμό χωρίς να αποφύγει μια ακόμα μεγάλη διάσπαση μετά αυτήν του 1968, κατρακύλησε σε προπολεμικά ποσοστά (4,54%)! Ο δε Συνασπισμός δεν μπήκε καν στη Βουλή αφού δεν κατάφερε να «πιάσει» το όριο του 3%. Το ΠΑΣΟΚ επέστρεφε θριαμβευτικά και ο Αντρέας Παπανδρέου, αν και με κλονισμένη ανεπανόρθωτα υγεία, έπαιρνε τη ρεβάνς!

Η «Κεντροαριστερά» εκσυγχρονίζεται

Αυτό συνέβη στα χρόνια των κυβερνήσεων του Σημίτη, μετά τον θάνατο του Α. Παπανδρέου το καλοκαίρι του 1996. Ο εκσυγχρονισμός κατέστη το ελκυστικό για πολλούς Έλληνες όραμα που θα έβγαζε την Ελλάδα από τη «βαλκανική» της καθυστέρηση. Παρά τις θυσίες που αυτό το όραμα απαιτούσε από τον λαό, ένα τμήμα της Αριστεράς γοητεύθηκε και σχεδόν (κάποιοι τελείως!) συμπαρατάχθηκε με την Σημιτική εκδοχή του ΠΑΣΟΚ. Γι αυτό το τμήμα της Αριστεράς, η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης σήμαινε ταυτόχρονα και την οριστική νίκη του καπιταλισμού. Πριν από χρόνια, αυτό το ίδιο τμήμα είχε στηρίξει τον Αντρέα, έστω και διακριτικά, βοηθώντας τον να βάλει τη Δεξιά «στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας». Τώρα στήριζε τον Σημίτη για να βάλει την ίδια την Αριστερά σ’ αυτό το χρονοντούλαπο…

Το ΚΚΕ είχε βγάλει τα σωστά διδάγματα ήδη από τη δεύτερη κυβέρνηση Παπανδρέου το 1985 και από τότε φρόντιζε επιμελώς να παίρνει τις αποστάσεις ασφαλείας. Εκείνοι που δεν είχαν βγάλει τα σωστά συμπεράσματα ήταν οι προερχόμενοι από τη δεξιά πτέρυγα του παλιού ΚΚΕεσ. που είχαν ενταχθεί στον αρχικό ενιαίο Συνασπισμό και εξακολουθούν μέχρι σήμερα να είναι ενταγμένοι σ’ αυτόν. Βέβαια, υπάρχουν και μερικές «απουσίες». Ουκ ολίγα στελέχη με αυτές τις απόψεις έχουν προσχωρήσει κατά καιρούς «εν χορδαίς και οργάνοις» στο ΠΑΣΟΚ. Μεταξύ τους και η «Μαρία του Πολυτεχνείου», η Μαρία Δαμανάκη, Πρόεδρος του Συνασπισμού από το 1989 μέχρι το 1993!

Με τέτοιου τύπου δομικά προβλήματα που καταλήγουν σε υπαρξιακά προβλήματα πολιτικής ταυτότητας δεν είναι να απορεί κανείς με την καχεξία του Συνασπισμού. Σε δύο συνεχείς εκλογικές αναμετρήσεις (2000 και 2004) μπήκε στη Βουλή κυριολεκτικά με την ψυχή στο στόμα (και με λίγη βοήθεια από πιο αριστερούς φίλους: της ΑΚΟΑ αρχικά και του ΣΥΡΙΖΑ κατόπιν). Στις εκλογές του 2007, αφού είχε πραγματοποιήσει μία εντυπωσιακή (για το χώρο) στροφή επ’ αριστερά, ήταν η πρώτη φορά που τα στελέχη του δεν ξενύχτισαν με τα υπογλώσσια στην τσέπη. Φυσικά, κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο χωρίς το ενωτικό σχήμα του ΣΥΡΙΖΑ. Στις σημερινές εκλογές φαίνεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα αντιμετωπίσει τον κίνδυνο να μη ξεπεράσει το 3%. Για μετά τις εκλογές όμως, όταν, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, θα ξεκαθαριστούν οι μεγάλες εκκρεμότητες με την Ανανεωτική και σταθερά φιλοπασοκική πτέρυγα που υπονομεύει ανοιχτά πια το εγχείρημα, τα πάντα είναι «ανοιχτά». Και στα «πάντα», συμπεριλαμβάνεται φυσικά και η ίδια του η ύπαρξη. Τουλάχιστον με τη σημερινή του μορφή…

Επίμετρο

Γράφεται και λέγεται συχνά: «Οι συνεργασίες είναι εγγεγραμμένες στο DNA της Αριστεράς». Σωστό αλλά λειψό. Το θέμα των συνεργασιών δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ενιαία και ανεξάρτητα από τα πεδία στα οποία προκύπτει.

Στο κοινωνικό πεδίο, ναι, η Αριστερά δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς συνεργασίες. Από τη στιγμή που αγωνίζεται να αλλάξει την κοινωνία με τη συγκατάθεση και τη συμμετοχή της ίδιας της κοινωνίας, είναι υποχρεωμένη να υπάρχει μέσα σ’ αυτήν. Όπως αυτή είναι σε κάθε δεδομένη ιστορική στιγμή.

Στο πολιτικό πεδίο και ιδίως σε γενικό πολιτικό επίπεδο, όπου, αφ’ ενός η συμπύκνωση του κοινωνικού προκύπτει μέσα από άπειρες διαμεσολαβήσεις και επηρεασμούς και αφ’ ετέρου, οι συνεργασίες αυτές καθ’ εαυτές έχουν έντονο συμβολικό φορτίο το οποίο επίσης φτάνει στην κοινωνία διαμεσολαβημένο, πρέπει να πραγματοποιούνται μόνο όταν, εκτός από το βραχυπρόθεσμο όφελος που καθιστά συμφέρουσα τη συνεργασία, προκύπτει και στρατηγικό ή, στη χειρότερη περίπτωση, αυτό δεν βλάπτεται. Είναι δε αυτονόητο, ότι, τόσο ο συσχετισμός ισχύος μεταξύ των συνεργαζομένων, όσο και η διατήρηση των ορίων μεταξύ τους αποτελούν κρίσιμο παράγοντα της επιτυχημένης συνεργασίας.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, στη μεγάλη αναδρομή που κάναμε (αλλά απειροελάχιστη για την πλήρη ανάλυση τέτοιων ιστορικών και καθοριστικών γεγονότων) δεν είναι και πολύ δύσκολο να δει κανείς ότι η αποπειραθείσα συνεργασία με τους Φιλελεύθερους του Σοφούλη στον Μεσοπόλεμο ήταν επιβεβλημένη μπροστά στον κίνδυνο της δικτατορίας Μεταξά. Αντίστροφα, ποιο ήταν το όφελος της Αριστεράς όταν η ΕΔΑ δεν κατέβαζε υποψήφιους σε 24 περιφέρειες για να βοηθήσει τη νίκη της Ένωσης Κέντρου, που έτσι κι αλλιώς θα ερχόταν;

Στα χρόνια του ΠΑΣΟΚ, ορθώς η Αριστερά στήριξε το ΠΑΣΟΚ στην πρώτη τετραετία του το 1981. Τι νόημα όμως είχε μία τέτοια στήριξη όταν αυτό άρχισε να παίρνει πίσω με το δεξί χέρι όσα είχε δώσει με το αριστερό; Και τι νόημα είχε το «φλερτ» με το Σημιτικό ΠΑΣΟΚ που απέρριπτε ένα μεγάλο μέρος από τους ίδιους τους οπαδούς του ΠΑΣΟΚ;

Και τώρα, που φεύγει ήδη και η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα; Μα τώρα που φεύγει η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, έχει ήδη πέσει προ πολλού και το τελευταίο φύλλο συκής από την τέως σοσιαλδημοκρατία. Για την Αριστερά ανοίγονται μεγάλες προοπτικές για να παίξει τον δικό της ρόλο.

Εκτός κι αν οι φιλοδοξίες της σταματούν στην ανάληψη του ρόλου αυτού του χαμένου, τελευταίου φύλλου συκής…


ΠΗΓΕΣ:
Ν. Σβορώνου: «Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας», Εκδόσεις «Θεμέλιο».

Συλλογικό: «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000», Εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα».

Σ. Λιναρδάτου: «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα», Εκδόσεις «Παπαζήση».

Θ.Χατζηπαντελή, Ι. Ανδρεάδη: «Οι μετακινήσεις ψηφοφόρων προς την Ένωση Κέντρου στις βουλευτικές εκλογές του 1963 και του 1964», «Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης», τ.29/2007.

Εφημερίδες: «Αυγή», «Ριζοσπάστης».

2 σχόλια:

Ernesto είπε...

ΚΑΛΗΜΕΡΑ!

ΤΡΟΜΕΡΟ ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΟΜΜΑΤΙ .
ΜΕ ΒΟΗΘΗΣΕ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΩ ΠΟΛΛΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ!
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΟΛΥ !

ΧΑΙΡΕΤΩ ΚΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΝΙΚΗ !!

LeftG700 είπε...

Φίλε Εrnesto,


Καλημέρα κι από μας! Εμείς ευχαριστούμε! Βέβαια μη κάνεις το λάθος να πιστέψεις ότι όσα γράφουμε καλύπτουν τέτοια πολιτικά και ιστορικά γεγονότα. Σταγόνα στο ωκεανό είναι! Ενας μικρός και ανεπαρκής πρόλογος αν θέλεις για σοβαρά διαβάσματα και προπαντός σκέψη!

Α ναι, με τη νίκη. Προς το παρόν βέβαια νίκη είναι να μείνει ζωντανό το πνεύμα της Αριστεράς (και δεν εννοούμε απλώς τη Βουλή). Μακάρι!


Τα λέμε.