Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2010

«Μπορώ να έχω ένα φιλέτο Μαρξ παρακαλώ;». «Ασφαλώς κύριε. Και πώς θα το ήθελε το φιλέτο του ο κύριος, κύριε;».


«Ψημένο μίντιουμ, σε εμπριμέ χρώματα και με θωρακισμένη πόρτα ασφαλείας!».

Πρόσφατα, σε ένα δημοσίευμα στο blog Left Liberal Synthesis και -εμμέσως- στην αναδημοσίευσή του στο συμπορευόμενο με εμάς Radical Desire, επιχειρήθηκε η παρουσίαση κάποιων βασικών Μαρξικών εννοιών. Η επιχείρηση αυτή στέφθηκε από πλήρη επιτυχία και ήταν μια σημαντική συμβολή στις προσπάθειες συσκότισης και διαστρέβλωσης του Μαρξ που επί δεκαετίες καταβάλλονται από τον παγκόσμιο πολιτιστικό όμιλο «Φίλοι και φίλοι των φίλων του Μαρξ» με σκοπό να τον μεταμορφώσουν σε καρικατούρα. Παρ’ όλα αυτά, οι βάσεις της επιτυχίας της συγκεκριμένης προσπάθειας πρέπει να αναζητηθούν πολύ περισσότερο σε παρανοήσεις, στην άγνοια ή στην ημιάγνοια, παρά σε κακή πρόθεση η οποία άλλωστε, εξ ορισμού, δεν υφίσταται στην περίπτωση της αναδημοσίευσης. Ακόμα όμως και στον συγγραφέα του κειμένου, εμείς τουλάχιστον δεν μπορούμε να διακρίνουμε σκοπιμότητα, δεδομένου ότι, όπως είναι φανερό από το όνομα που έχει δώσει στο blog του (Left Liberal Synthesis), διακατέχεται από εκείνον τον μεταμοντέρνο τρόπο σκέψης, σύμφωνα με τον οποίο «όλα πάνε με όλα». Συνεπώς και ο Μαρξ μπορεί να «παντρευτεί» με τον Χάγιεκ. (Ομοφοβικοί δεν είμαστε, ούτε κουτσομπόληδες, αλλά όσο να ’ναι, μια φυσιολογική ανθρώπινη περιέργεια για το ποιος είναι ο «ενεργητικός» και ποιός ο «παθητικός» σε μια τέτοια σχέση την έχουμε…).

Επειδή όμως -επανερχόμαστε- ο δρόμος προς την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις, κρίνουμε απαραίτητο να προβούμε σε μια στοιχειώδη αποκατάσταση των διαστρεβλώσεων που υπέστη ο φουκαράς Κάρολος στο εν λόγω δημοσίευμα και αναδημοσίευμα. Βέβαια, αν σκεφτεί κανείς όλες τις απόπειρες που γίνονται για να ευνουχίσουν τον Μαρξ κι από φλογερό επαναστάτη να τον παρουσιάσουν, στην καλύτερη περίπτωση, «διορατικό πνεύμα» χρήσιμο για την καλύτερη λειτουργία του καπιταλισμού(!), κάνοντάς τον εξώφυλλο στο «BusinessWeek» και αποδίδοντάς του χωρίς τσιγγουνιές τα εύσημα από τις στήλες του κραταιού «Economist», τι μπορούμε να κάνουμε αποκαθιστώντας τα πράγματα σε ένα μόνο δημοσίευμα της μπλογκόσφαιρας; Είναι κάτι τέτοιο ουσιαστική αντίσταση σε όλη αυτή την πλημμυρίδα των «μαρξιστών» που, πολύ ευφυέστερα σκεπτόμενοι από κάτι δικούς μας «φωστήρες», κάνουν ό,τι μπορούν για να μετατρέψουν τον Μαρξ σε εξημερωμένο, άκακο, ξεδοντιασμένο θηρίο, κατάλληλο μόνο να τους διασκεδάζει (ψυχαγωγώντας τους ταυτόχρονα) στα τσίρκα τους, είτε αυτά είναι έντυπα και όμιλοι «προοδευτικού προβληματισμού», είτε είναι Πανεπιστήμια, είτε διάφορα Fora του κερατά;

Από τον καθένα ανάλογα με τις δυνατότητές του!

Με την έννοια αυτή, ναι, είναι. Για την ώρα, αυτό μπορούμε να κάνουμε, να ασχοληθούμε με όσα γράφτηκαν σε ένα blog. Συμπαθάτε μας αν σας φαίνεται λίγο, έχετε δίκιο, λίγο είναι, αλλά αυτό μπορούμε προς το παρόν, μέχρι εκεί «μας παίρνει» να απλώσουμε τα πόδια μας χωρίς να βγουν από το πάπλωμα. Για να μη μειώνουμε όμως και τον εαυτό μας πέραν του δέοντος, να διευκρινίσουμε ότι μιλώντας για τα γραφόμενα σε ένα ιστολόγιο, απευθυνόμαστε ταυτόχρονα και σε πολλούς άλλους που έχουν βαλθεί να «εξανθρωπίσουν» και να «εκπολιτίσουν» τον Μαρξ από πόστα μεγαλύτερης εμβέλειας. Μ’ άλλα λόγια, ξεκινάμε από μία αφορμή, δεν μένουμε σ’ αυτήν.(Προτρέπουμε τους αναγνώστες να μην ξεκινήσουν κι εκείνοι από την αφορμή. Μ’ άλλα λόγια να μην ανατρέξουν στο δημοσίευμα πριν την ανάγνωση της δικής μας ανάλυσης. Ας αρκεστούν προς το παρόν στα όσα θα μεταφέρουμε εμείς κι ας αφήσουν την επαλήθευση για το τέλος όπου υπάρχουν τα σχετικά links).

Στο κείμενό του ο φίλος Left Liberal, που το επιγράφει «Ζει ανάμεσά μας: H “αφηρημένη εργασία”», προσπαθεί να…

Αλήθεια τι προσπαθεί να κάνει; Για να τα λέμε όλα, δεν καταλάβαμε και πολλά πράγματα για τη στόχευση του κειμένου και δεν νομίζουμε ότι αυτό είναι εύκολο. Τούτο δεν σημαίνει όμως ότι είναι και δύσκολο να γίνει αντιληπτό από όποιον σκαμπάζει πέντε πράγματα περί Μαρξ, ποιο είναι το τελικό αποτέλεσμα των (όποιας πρόθεσης) προσπαθειών του συγγραφέα. Συνοπτικά αλλά με ακρίβεια:

Ο φίλος Left Liberal αναλύει με τον δικό του τρόπο μία πλευρά του οικονομολόγου Μαρξ (αφηρημένη εργασία, χρήμα, αξία, υπεραξία) και τη συνδέει, πάλι με τον δικό του τρόπο, με τον πολιτικό Μαρξ (κοινωνικά άδικες σχέσεις που «αόρατες», κρυμμένες μέσα στην επίσης «αόρατη» αφηρημένη εργασία κυκλοφορούν στις λεωφόρους του καπιταλιστικού μας κόσμου).

Όμως, αυτή η à la Left Liberal ανάλυση ανακατεύει τα πράγματα σε απίστευτο βαθμό και με όλους τους πιθανούς συνδυασμούς! Σωστά πράγματα σε σωστή θέση, σωστά πράγματα σε λάθος θέση, λάθος πράγματα σε σωστή θέση, λάθος πράγματα σε λάθος θέση -ή, αν προτιμάτε, λάθος θέση σε λάθος πράγματα! (Ο κύκλος μπορεί να επαναλαμβάνεται για πολύ ακόμα αν αρχίσουμε να μιλάμε για εν μέρει σωστά ή λάθος πράγματα και εν μέρει σωστές ή λάθος θέσεις). Μαζί σε όλο αυτό το απίστευτο μπέρδεμα υπάρχουν και αρκετά πράγματα που δεν είναι ούτε λάθος, ούτε σωστά, για τον απλούστατο λόγο ότι «δεν είναι» καν, αλλά φαίνεται να έχουν μπει για «μπούγιο», για τα «γεμίσματα» που λένε κι οι μάστορες της χειρωνακτικής εργασίας. Τελικό αποτέλεσμα: Ένα κουβάρι αξεδιάλυτο, αλλά φανταχτερά αμπαλαρισμένο με το ωραίο εύρημα που υποδηλώνει ο τίτλος, σύμφωνα με το οποίο παραλληλίζεται η «αόρατη» αδικία του καπιταλισμού με τους αόρατους εξωγήινους στο γνωστό φιλμ του Κάρπεντερ.

Όσο όμως κι αν το κουβάρι αυτό είναι αξεδιάλυτο, πρέπει να είναι κανείς τυφλός, μονόφθαλμος ή απλώς επιπόλαιος για να μη διαπιστώσει δύο πράγματα. Ότι ο φίλος Left Liberal, αν και καταπιάνεται με τον Μαρξ, δεν έχει ιδέα από βασικές έννοιες του έργου του και -το δεύτερο- ότι καταφέρνει να τον παρουσιάσει όχι ως αυτό που ήταν, δηλαδή έναν οικονομολόγο, υλιστή φιλόσοφο και επαναστάτη που ήξερε πολύ καλά σε ποιο σημείο βρίσκεται η καρδιά του καπιταλισμού για να τη χτυπήσει, αλλά ως έναν ανόητο αιθεροβάμονα που σαν άλλος Ξέρξης μαστίγωνε όχι τη θάλασσα όπως εκείνος, αλλά τα σύννεφα! Το κωμικοτραγικό δε του πράγματος επιτείνεται από τη στιγμή που ο φίλος Left Liberal αναφέρεται σε διάφορους μαρξιστές με τρόπο που δίνει την εντύπωση ότι, εκτός από τον Μαρξ, παίζει στα δάχτυλα και τις συζητήσεις μεταξύ μαρξιστών οικονομολόγων και διανοητών! Φτάνει δε στο ζενίθ, όταν αποφαίνεται με αξιοζήλευτη αυτοπεποίθηση ότι ο Τζον Χόλογουέι[1], δεν «έχει πάρει πρέφα από αφηρημένη εργασία»(!), καταθέτοντας ως «απόδειξη» ένα σχετικό άρθρο στο οποίο και παραπέμπει με link. Επειδή εμείς διαβάσαμε το άρθρο του Χόλογουέι, κρίνουμε εδώ απαραίτητο να προτρέψουμε έντονα τον φίλο Left Liberal, αν τυχόν τον τρακάρει πουθενά και ο Χόλογουέι του προτείνει να παίξουν πρέφα, να φύγει τρέχοντας, αν δεν θέλει να φύγει μετά από λίγο μόνο με τα εσώρουχά του!

Διάλειμμα για λίγη θεωρία


Για να διευκολύνουμε την κατανόηση των λεπτών σημείων που έχουν οι Μαρξικές έννοιες για τις οποίες θα γίνει λόγος κι όχι από καμία «ναρκισσιστική διάθεση» παραθέτουμε κατ’ αρχήν το σχόλιο που στείλαμε στον φίλο Left Liberal:

Φίλε Left Liberal Synthesis,

Νομίζουμε ότι η προσέγγισή σου χάνει κάπου τον δρόμο της. Εντοπίζουμε την αρχή του αποπροσανατολισμού στο σημείο που γράφεις:

«Αν πεις σε κάποιον κλασικό οικονομολόγο oτι η “αφηρημένη” εργασία δημιουργεί “υπεραξία” και όχι η “συγκεκριμένη” τότε ή θα σε κοιτάξει με συμπόνια ή θα σε ρωτήσει τι ακριβώς είναι η “αφηρημένη”».

Ίσως να σε κοιτάξει με συμπόνια -χρησιμοποιούμε απλώς την έκφρασή σου, δεν υιοθετούμε την υπεροψία του- επειδή, αν και κλασικός οικονομολόγος, πιθανόν να ξέρει ότι, κατά τον Μαρξ, η αφηρημένη εργασία είναι η πηγή της ανταλλακτικής αξίας και η συγκεκριμένη εργασία της αξίας χρήσης του κάθε εμπορεύματος. (Παρεμπιπτόντως, γιατί βάζεις σε εισαγωγικά τις λέξεις;).

Κατά τον Μαρξ, θα συνέχιζε ο κλασικός οικονομολόγος, η διαδικασία της παραγωγής υπεραξίας παίρνει μπρος με την μετατροπή της ανθρώπινης εργασίας σε εμπόρευμα. Αλλά αυτό το πάτημα του κουμπιού για το ξεκίνημα της παραγωγής της γίνεται στα έγκατα του καπιταλισμού και δεν μπορεί να το δει ο εργάτης.

Εκείνο που μπορεί να δει πιο εύκολα ο εργάτης -και να ’σαι καλά Left Liberal που του το μπερδεύεις- είναι ότι η υπεραξία πραγματώνεται, επειδή εργάζεται πέρα από τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο που απαιτείται για την αναπαραγωγή του ως άτομο και το επιπλέον της εργασίας (και της αξίας) το βάζει στο τσεπάκι του ο κεφαλαιοκράτης. Κι άμα το δει αυτό -πάντα ο λόγος ανήκει στον κλασικό οικονομολόγο- θα αναρωτηθεί γιατί να έχει ο κεφαλαιοκράτης αυτή τη δύναμη να ιδιοποιείται τη δική του δουλειά. Και πιθανόν να καταλάβει ότι έχει αυτή τη δύναμη γιατί κατέχει τα μέσα παραγωγής. Και μετά μπορεί να του μπει η επικίνδυνη ιδέα να του τα πάρει και να τα αποδώσει σε όλη την κοινωνία.

Κι εκεί θα μπλέξουμε άσχημα φίλε Left Liberal, θα σου έλεγε ο κλασικός οικονομολόγος και θα σε αποχαιρετούσε ευχόμενος καλό μεσημέρι.

Τα λέμε.
28 Ιανουαρίου 2010 2:51 μ.μ.


ΕΡΓΑΣΙΑ: ΕΝΑΣ ΙΑΝΟΣ

Παρ’ όλο το μπέρδεμα που προαναφέραμε πριν, ο αναγνώστης που θα διαβάσει το κείμενο του Left Liberal καταφέρνει, χάρη στις προσπάθειες του συγγραφέα, να βγάλει ένα τουλάχιστον συμπέρασμα: Η αφηρημένη εργασία είναι εφεύρεση του καπιταλισμού. Αυτό είναι τόσο σωστό, όσο το να πούμε ότι το νερό που εμπορεύεται μια ιδιωτικοποιημένη εταιρία υδροδότησης είναι εφεύρεση του ανθρώπινου επιχειρηματικού δαιμονίου το οποίο μόνο ο καπιταλισμός απελευθερώνει! Δηλαδή είναι ολότελα λάθος!

Κάθε ανθρώπινη εργασία, χειρωνακτική, πνευματική, ή μικτή είναι ένας διπρόσωπος Ιανός, ένα νόμισμα με δύο όψεις, αν θέλετε. Η μία όψη της είναι η συγκεκριμένη, και αφορά στον ιδιαίτερο σκοπό ο οποίος είναι το αντικείμενό της, η κατασκευή ενός ζευγαριού παπουτσιών π.χ. ή η εκπόνηση μιας διδακτορικής διατριβής. Η άλλη όψη της είναι η αφηρημένη και συνεπώς κοινή -είτε πρόκειται για τα παπούτσια είτε για το διδακτορικό- και δεν είναι τίποτα άλλο από την ανθρώπινη ενέργεια που απαιτείται για οποιαδήποτε εργασία.

Τι σημαίνει αυτό; Αυτό σημαίνει ότι όταν ο κυνηγός της νεολιθικής εποχής έγδερνε ένα ζώο για να πάρει τη γούνα του και να προστατευθεί από το κρύο, έκανε εργασία που ήταν ταυτόχρονα και συγκεκριμένη και αφηρημένη. Βλέπουμε λοιπόν ότι ο καπιταλισμός, αν και μπορεί να κατηγορηθεί για πολλά, είναι μεταμοντέρνα παράλογο να καθίσει στο σκαμνί του κατηγορούμενου για την αφηρημένη πλευρά της ανθρώπινης εργασίας -όπως δεν μπορεί να κατηγορηθεί και για την ύπαρξη του νερού επειδή το εμπορεύεται! Και βλέπουμε ακόμα ότι ο σοσιαλισμός, παρά τα όσα πλεονεκτήματά του ως ανώτερο κοινωνικοοικονομικό σύστημα, δεν μπορεί να κοκορεύεται για την κατάργηση της αφηρημένης πλευράς της ανθρώπινης εργασίας. (Εδώ απαντούμε ταυτόχρονα και σε μία από τις ερωτήσεις που μας υπέβαλε ο Αντώνης -aka Radical Desire- κατά τη διάρκεια του σύντομου διαλόγου στο blog του).

Με τη βεβαιότητα ότι έχει γίνει κατανοητό τι εστί συγκεκριμένη εργασία και τι στο διάβολο είναι η αφηρημένη εργασία, προχωράμε παρακάτω.

ΑΞΙΑ: ΑΛΛΟΣ ΕΝΑΣ ΙΑΝΟΣ

Γράφει κάπου ο Left Liberal αναφερόμενος στον Μαρξ: «Ο τύπος απεκάλυψε ότι αυτό που λέμε το παντελόνι “αξίζει” πενήντα ευρώ, είναι ψιλοαπάτη». Χμ…

Είναι απάτη μόνο αν το παντελόνι αξίζει 10 ευρώ και μας το πουλάνε για 50, ή αν είναι κλεμμένο και μας το πουλάνε πολύ πιο κάτω από την αξία του για να το «σκοτώσουν» και να το «ξεπλύνουν». Διαφορετικά, ένα παντελόνι που αξίζει 50 ευρώ, αξίζει 50 ευρώ. (Αυτό μπορούμε να το πούμε και αλλιώς: 50 ευρώ αξίζουν ένα παντελόνι). Δεν υπάρχει καμία «απάτη» -ούτε καν «ψιλο»- σε όλα αυτά, δεν είναι αυτή η απάτη του καπιταλισμού και δικαιούμαστε εδώ να πούμε ότι ένας τέτοιος ισχυρισμός είναι «χοντροάσχετος» με την πραγματικότητα.

Ας φύγουμε από το παράδειγμα του παντελονιού κι ας πάμε σε μία ομπρέλα, αναλύοντας παράλληλα και τις δύο όψεις της Αξίας αυτή τη φορά.

Μιλώντας για μία ομπρέλα μπορούμε να πούμε: «Αξίζει να πάρω ομπρέλα σήμερα. Ο καιρός το πάει για βροχή». Αλλά μπορούμε και να πούμε: «Αυτή η ομπρέλα αξίζει 30 ευρώ και μου φαίνεται λογική τιμή». Τι γίνεται εδώ; Με ποια έννοια χρησιμοποιούμε την ίδια λέξη -αξίζει- στην πρώτη περίπτωση και με ποια στη δεύτερη; (Ας κρατήσουμε τα περί τιμής για αργότερα).

Στην πρώτη περίπτωση εννοούμε την αξία που έχει η ομπρέλα επειδή σε προστατεύει από τη βροχή όταν τη χρησιμοποιείς. Στη δεύτερη την αξία που έχει όταν πρέπει να την αποκτήσεις και επομένως να την ανταλλάξεις με κάτι άλλο, εν προκειμένω 30 ευρώ.

Σύμφωνα με τη Μαρξική ορολογία, στην πρώτη περίπτωση μιλάμε για την αξία χρήσης της ομπρέλας και στη δεύτερη για την ανταλλακτική αξία της. Αν τώρα αντικαταστήσουμε την ομπρέλα με ένα άροτρο του ανθρώπου της Νεολιθικής εποχής και τα 30 ευρώ με ένα ζευγάρι κατσίκες, μπορούμε εύκολα να αντιληφθούμε ότι αυτή η διπροσωπία της Αξίας υπάρχει σε οποιοδήποτε προϊόν ανθρώπινης εργασίας ανεξαρτήτως εποχών, δεν είναι δηλαδή φαινόμενο που συνδέεται αποκλειστικά με την καπιταλιστική οργάνωση των κοινωνιών.

Γράψαμε δυό-τρεις αράδες προηγουμένως τη λέξη «Αξία» με κεφαλαίο άλφα. Αυτό έχει μια σημασία και είναι απαραίτητο να την εξηγήσουμε εδώ πριν προχωρήσουμε. Το κεφαλαίο α υποδηλώνει τη γενικότερη, πιο αφηρημένη έννοια της λέξης και επομένως, στην περίπτωση αυτή, συμπεριλαμβάνουμε και τα δύο πρόσωπά της.

ΕΡΓΑΣΙΑΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ

Η πλήρης διαλεύκανση του τι συμβαίνει στον καπιταλισμό με την αξία χρήσης και την ανταλλακτική αξία συνδέεται μοιραία με την «Εργασιακή θεωρία της Αξίας». Τι λέει αυτή; Λέει το εξής πολύ απλό: Μόνο η ανθρώπινη εργασία δημιουργεί (παράγει) Αξία. Πολλοί νομίζουν ότι κι αυτό είναι ανακάλυψη του Μαρξ. Κάτι τέτοιο είναι απολύτως λανθασμένο. Ο Ρικάρντο[2] και ο Άνταμ Σμιθ[3] είχαν φτάσει στο ίδιο συμπέρασμα. Είχαν σπάσει όμως το κεφάλι τους και τα μούτρα τους στην προσπάθειά τους να εξηγήσουν πειστικά γιατί οι ποσότητες χρόνου εργασίας που είναι ενσωματωμένες στα διάφορα προϊόντα μπορούν να αποτυπώνονται με κοινό τρόπο στις τιμές τους ώστε να λειτουργεί το γενικευμένο ανταλλακτικό σύστημα του καπιταλισμού. Έτσι, το παρέκαμψαν.

Εδώ παρενέβη ο Μαρξ ο οποίος έδειξε το πραγματικό πρόβλημα: Με τόσα διαφορετικά είδη εργασιών, πώς είναι δυνατόν να μιλάει κανείς για έναν κοινό παρονομαστή της εργασίας ως μέσο καθορισμού του λόγου ανταλλαγής (τιμές) μεταξύ των προϊόντων; Τι σχέση έχει η δουλειά ενός υφαντουργού με τη δουλειά ενός ωρολογοποιού και τι σχέση έχουν οι δουλειές και των δύο με τη δουλειά ενός λογιστή; Καμία. Κι όμως πρέπει να υπάρχει κάτι κοινό.

Έδειξε το πρόβλημα και απέδειξε τη λύση: Το κοινό στοιχείο δεν είναι άλλο από το δεύτερο πρόσωπο της ανθρώπινης εργασίας, η αφηρημένη εργασία. Εκεί, σ’ αυτήν την εγγενή ιδιότητα της εργασίας πάτησε ο καπιταλισμός για τη γενίκευση της εμπορευματικής ανταλλαγής. Το σκαλοπάτι υπήρχε, δεν το δημιούργησε ο καπιταλισμός. Ο καπιταλισμός το αξιοποίησε.

Συνοψίζουμε: Ό,τι έφτιαχναν οι άνθρωποι από την απαρχή του κόσμου ήταν προϊόν συγκεκριμένης και αφηρημένης εργασίας. Κατ’ αναλογία: Ό,τι έφτιαχναν είχε πάντα μία αξία χρήσης και μία ανταλλακτική αξία. Η πρώτη φανερωνόταν κάθε φορά που χρησιμοποιούσαν ό,τι έφτιαχναν. Η δεύτερη, μόνο όταν τα αντάλλαζαν. Σε μία κατάσταση γενικευμένης εμπορευματικής ανταλλαγής όπως είναι ο καπιταλισμός, καθίσταται φανερό ότι η αφηρημένη εργασία, χάρη στην ιδιότητά της να προικίζει τα προϊόντα με ανταλλακτική αξία, είναι ο πρωταγωνιστής του δράματος. Η απόσταση όμως του λογικού άλματος που απαιτείται για να αναγορεύσεις εξ αυτού του λόγου την αφηρημένη εργασία στη θέση του κατ’ εξοχήν εχθρού των εργαζομένων που «ζει ανάμεσά τους», είναι ίδια με την απόσταση που χωρίζει ένα δάχτυλο το οποίο δείχνει τη Σελήνη από την ίδια τη Σελήνη! Και να γιατί είπαμε προηγουμένως ότι ο Left Liberal βάζει τον Μαρξ να μαστιγώνει τα σύννεφα!

Δυό λόγια για την Τιμή πριν πάμε στο επόμενο υποκεφάλαιο: Η Τιμή δεν είναι τίποτα άλλο από την έκφραση της Αξίας ενός προϊόντος σε κάποιο ισοδύναμο προϊόν αλλά διαφορετικό. Σήμερα το γενικό ισοδύναμο προϊόν είναι το χρήμα. (Κάποτε ήταν τα ζώα ή τα πολύτιμα μέταλλα). Η μετατροπή της Αξίας σε Τιμή είναι φυσικά ένα άκρως περίπλοκο ζήτημα και δεν γίνεται να επεκταθούμε περισσότερο, για τον απλούστατο λόγο ότι οι αναγνώστες θα μας βρίσουν περισσότερο! Να πούμε όμως με την ευκαιρία, για να τα λέμε όλα, ότι είναι αλήθεια πως ο Μαρξ τα βρήκε λίγο μπαστούνια στην προσπάθειά του να αποτυπώσει με μαθηματικές εξισώσεις την μετατροπή της Αξίας σε Τιμή. Από αυτή την άποψη μια σχετική αναφορά που κάνει ο Left Liberal στο κείμενό του είναι κατά βάση σωστή, αν και όχι απόλυτα σαφής.

ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Αυτή που δεν είναι καθόλου σωστή είναι η σύνδεση της αφηρημένης εργασίας με την Υπεραξία. Στην πραγματικότητα, για να τα λέμε όλα, η σύνδεση αυτή αποδεικνύει μια απίστευτη σύγχυση για το τι εστί Υπεραξία. Τι εστί Υπεραξία;

Η Υπεραξία στην ουσία είναι ένα πλεόνασμα. Ένα πλεόνασμα που δημιουργείται -όπως και κάθε Αξία όπως είδαμε- από την εργασία του μισθωτού και το καρπούται το αφεντικό του μισθωτού. Πώς γίνεται αυτό; Απλούστατα, με το να πληρώνεται ο μισθωτός μόνο για ένα μέρος από την ποσότητα της εργασίας του, ενώ το υπόλοιπο, το απλήρωτο, η Υπεραξία δηλαδή, πηγαίνει υπέρ του κεφαλαιοκράτη εργοδότη.

Το τμήμα για το οποίο πληρώνεται ο μισθωτός αντιστοιχεί γενικά στα χρήματα που απαιτούνται για την αναπαραγωγή του ως άτομο (αν πεθάνει ή είναι άρρωστος και αδύναμος από την «καλοπέραση», ή αμόρφωτος σε σημείο πνευματικής καθυστέρησης πώς θα εργαστεί αποτελεσματικά για να παράξει Αξίες -δηλαδή εμπορεύματα- και Υπεραξία για το αφεντικό;). Αυτό σύμφωνα με την Μαρξική ορολογία διατυπώνεται ως εξής: Ο μισθωτός πληρώνεται το ποσό που αντιστοιχεί στον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας του για την αναπαραγωγή του ως άτομο. Κι εδώ πρέπει να εξηγήσουμε λίγο περισσότερο την έννοια του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας για τους αναγνώστες που δεν είναι εξοικειωμένοι και ταυτόχρονα να απαντήσουμε και σε δύο σχετικές ερωτήσεις του Αντώνη (Radical Desire).

Ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνο εργασίας είναι αυτός που αντιστοιχεί σε πληρωμή αρκετή για να καλύψει τις βιολογικές ανάγκες του μισθωτού (δικές του αλλά και των προστατευόμενων μελών της οικογένειάς του) όπως αυτές ορίζονται από το γενικό μέσο βιοτικό επίπεδο καθώς και τις κοινωνικές και πνευματικές ανάγκες σύμφωνα με την πολιτιστική κατάσταση σε κάθε δεδομένη εποχή. Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί ο αναγνώστης ότι: α) δεν υπάρχει κάποιος αυστηρά καθορισμένος κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας παρά σε γενικές γραμμές -χωρίς όμως να είναι και μια αφηρημένη συνάρτηση και β) ότι ο καθορισμός του αποτελεί αντικείμενο συνεχούς διαμάχης μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών (μία πλευρά της Ταξικής πάλης, όπως σωστά αναφέρει και ο Left Liberal σε κάποιο σχόλιό του) αφού οι εργοδότες έχουν κάθε λόγο να βγάζουν λιγότερες τις ανάγκες των υπαλλήλων τους και οι δεύτεροι, αντιθέτως, να τις «φουσκώνουν».

Περιττό να πούμε -αν και όχι τόσο περιττό για τον φίλο Left Liberal- ότι στη διαμάχη αυτή για τη διεύρυνση του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας, του χρόνου για τον οποίο πρέπει να πληρωθούν οι εργαζόμενοι μ’ άλλα λόγια, το πάνω χέρι το έχουν οι εργοδότες. Για τον απλούστατο λόγο ότι κατέχουν τα μέσα παραγωγής. Και σύμφωνα με τον Μαρξ, όπως είναι γνωστό κι όπως θέλει να ξεχνάει ο Left Liberal, όποιος κατέχει τα μέσα παραγωγής κατέχει την εξουσία.

Επίλογος

Ασχοληθήκαμε κυρίως με οικονομικές έννοιες, γιατί με αυτές κυρίως ασχολήθηκε και το δημοσίευμα που αποτέλεσε την αφορμή για το σημερινό σημείωμα. Όμως, γύρω-γύρω, ο Left Liberal, ενθυμούμενος ίσως το δεύτερο συνθετικό του, επεκτάθηκε και σε άλλα ζητήματα. Ενδεικτικά (γιατί πρέπει να κλείνουμε σιγά-σιγά):

Γράφει σε κάποιο σημείο: «Το βασικό όμως είναι ότι ο Μαρξ επινοεί, δημιουργεί έννοιες (κατηγορίες τις λένε οι φιλόσοφοι), δεν αναλύει τον κόσμο με τις έννοιες που βρίσκει». Αυτό είναι -βασικά- απολύτως …αβάσιμο.

Ο Μαρξ ήταν υλιστής. Δεν επινόησε τίποτα. Όπως ακριβώς ο Κωχ δεν επινόησε τη φυματίωση, έτσι ακριβώς και ο Μαρξ δεν επινόησε την αφηρημένη εργασία. Ο Μαρξ ανακάλυψε τους νόμους της λειτουργίας της καπιταλιστικής οικονομίας και τους ονομάτισε. Τίποτα λιγότερα και τίποτα περισσότερο. Το να τον παρουσιάζει κάποιος περίπου ως ιδεαλιστή είναι -επιεικώς- αφελές.

Και κάπου αλλού γράφει: «Σήμερα όμως αποτελεί την πιο εναλλακτική ριζοσπαστική ματιά στα τεκταινόμενα της οικονομίας, αλλά είναι περίπου σαν την ψυχανάλυση. Αν έχεις κανένα βαρύ ψυχικό νόσημα συνίσταται να παίρνεις τα χάπια σου γιατί, ενώ η ψυχανάλυση μπορεί να ερμηνεύσει το πρόβλημα σου, μπορεί να στο λύσει στο σχετικά απώτερο μέλλον, και υπό πολλές προϋποθέσεις». Λέει μ’ άλλα -λιγότερα- λόγια:
Οι ιδέες του Μαρξ είναι πολύ καλές. Αλλά όχι για τώρα. Για …κάποτε!

Και τι άλλο θα περιμένατε δηλαδή να πει ένας Left που είναι και λίγο Liberal και ένας Liberal που είναι και λίγο Left;


INFO: Η αρχική δημοσίευση εδώ. Η αναδημοσίευση (και περισσότερα σχόλια) εδώ.



[1] John Holloway. Κοινωνιολόγος και πολιτικός φιλόσοφος της (ευρύτερης) Μαρξιστικής σχολής. Το βιβλίο του «Να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να πάρουμε την εξουσία» (2002), στο οποίο εμπνέεται και από τις ιδέες του Γκράμσι, προκάλεσε μεγάλες συζητήσεις στους κόλπους της Αριστεράς διεθνώς, αλλά και στην Ελλάδα. Η κεντρική του ιδέα που ορίζεται εύστοχα στον τίτλο του βιβλίου δεν μας βρίσκει σύμφωνους, παρά τις επιρροές από τη Γκραμσιανή σκέψη την οποία θεωρούμε ύψιστης αξίας.

[2] David Ricardo (1772 - 1823). Άγγλος οικονομολόγος αλλά και πολιτικός και επιτυχημένος επιχειρηματίας. Θεωρείται ένας από τους στυλοβάτες της Κλασικής Πολιτικής Οικονομίας και το συγγραφικό του έργο του άσκησε μεγάλη θεωρητική επιρροή. Στην εργασιακή θεωρία της Αξίας που διατύπωσε δέχεται ότι μόνο η ανθρώπινη εργασία δημιουργεί Αξία. Αυτό αποτέλεσε την αιτία να χαρακτηριστεί ο Μαρξ ως Νέο-Ρικαρντιανός. Για τον Μαρξ όμως η θεωρία του Ρικάρντο δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα σημείο εκκίνησης.

[3] Adam Smith (1723 - 1790). Σκωτσέζος οικονομολόγος (και ηθικός φιλόσοφος) που θεωρείται ο πατριάρχης της νεωτερικής οικονομικής κλασικής (καπιταλιστικής) θεωρίας. Το βιβλίο του «Ο πλούτος των Εθνών» εξακολουθεί να αποτελεί το εμβληματικό ορόσημο του οικονομικού φιλελευθερισμού.


Η εικόνα από το flickr.com

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2010

Επιβεβλημένη διόρθωση

Όπως είναι γνωστό στους αναγνώστες αυτού του blog, τα πρόσφατα κείμενά μας αποτέλεσαν την αφορμή για μια έντονη αντιπαράθεση με τον φίλο Νοσφεράτο.

Η αντιπαράθεση κατέληξε άσχημα: Ο Νοσφεράτος με σχόλιό του μας δήλωσε ότι δεν θέλει να έχει κανέναν πλέον διάλογο μαζί μας και -συνεπής με τα αισθήματά του- μας διέγραψε, όπως είχε κάθε δικαίωμα, από τη λίστα ιστολογίων του στην οποία είχε την καλοσύνη να μας εγγράψει δύο μήνες νωρίτερα. (Χωρίς να καταδεχόμαστε να «κλαφτούμε» για τη διαγραφή μας -αυτό μας έλειπε!- που, όπως είπαμε, είναι αναπαλλοτρίωτο δικαίωμά του, μας προξένησε κάπως την απορία το γεγονός ότι σε αυτή τη λίστα, στην οποία δεν έχουμε θέση πλέον εμείς, έχουν θέση πλείστα όσα blogs της ευρείας «δημοκρατικής παράταξης». Τόσο ευρείας ώστε να συμπεριλαμβάνει και «φιλελεύθερα» blogs είτε της δεξιάς, είτε της αριστερής πτέρυγας του συγκεκριμένου πολιτικού χώρου. Και είπαμε με το νου μας: Διάολε! Εδώ είναι μέχρι κι η κουτσή Μαρία! Δεν έχει λίγο χώρο και για μας; Δεν περισεύει καμία μικρή γωνία, έστω και άβολη, για μια μικρή, αριστερή διαδικτυακή «γκρούπα» της γενιάς των 700 ευρώ;).

Όμως το θέμα μας δεν είναι αυτό. Το θέμα μας, όπως ορίζεται και από τον τίτλο του σημερινού σημειώματός μας, είναι μια επανόρθωση που είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε σε σχέση με τον φίλο Νοσφεράτο. Ερχόμαστε λοιπόν στο θέμα μας.

Κατά τη διάρκεια του έντονου διαλόγου που προαναφέραμε, εκφράζοντας γνήσια αισθήματα και στην προσπάθειά μας να πείσουμε τον φίλο Νοσφεράτο ότι, ανεξαρτήτως διαφωνιών, δεν είμαστε αντίπαλοί του, τού γράψαμε κάποια στιγμή (και όχι μόνο μια φορά): «Και να το πούμε φαρδιά-πλατιά: Δεν θα χαλάσουμε την καρδιά μας για κάποιον που κάθεται στα έδρανα της ίδιας πτέρυγας μ’ εμάς, για ένα άδικο σχόλιο…».

Εδώ ακριβώς είναι που πρέπει να κάνουμε τη διόρθωση αποκαθιστώντας την πραγματικότητα. Αλλά πριν, μια απαραίτητη υποσημείωση: Στον υπότιτλο του «εξωφύλλου» μας γράφουμε: «ΤΟ BLOG LEFT G700 ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΗΝ ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΠΤΕΡΥΓΑ ΤΗΣ ΓΕΝΙΑΣ ΤΩΝ 700 ΕΥΡΩ». Αν και έχει γίνει παραπάνω από σαφές σε όσους παρακολουθούν την αρθρογραφία αυτού του blog και τις συζητήσεις που κατά καιρούς διεξάγονται εδώ, να δηλώσουμε ρητά ότι, όταν εμείς μιλάμε για «Αριστερά», εννοούμε αυτήν που εμπνέεται κατά βάση από τη Μαρξική ουτοπία. Μετά από αυτή τη διευκρίνιση, ας επανέλθουμε στην επιβεβλημένη διόρθωση σε σχέση με τον φίλο Νοσφεράτο.

Σε κείμενό του που αναρτήθηκε τις βραδινές ώρες της τελευταίας Παρασκευής με τίτλο «Κάθε Θρησκεία είναι παραμορφωτικός καθρέφτης», γίνεται σαφές ότι καμία όρεξη δεν έχει να κάθεται στα ίδια έδρανα με μαρξιστές. Όχι επειδή αποκηρύσσει τον Μαρξισμό, αλλά επειδή τον θεωρεί κι αυτόν μία από τις πολλές ιδεολογίες, θρησκευτικές ή κοσμικές (μαζί δηλαδή με τον «Εθνικισμό, τον Φασισμό, κ.λπ., κ.λπ.», όπως ο ίδιος βάζει δίπλα-δίπλα και αδιαχώριστα) και ο οποίος Μαρξισμός, επειδή, όπως ευθέως συνάγεται, είναι κι αυτός μια ιδεολογία σαν όλες τις άλλες, παραμορφώνει την πραγματικότητα και θολώνει την ευθυκρισία των ανθρώπων όπως ακριβώς κάνουν όλες οι ιδεολογίες. Αυτό ήταν το νόημα των απόψεών του με δυό λόγια. Να προσθέσουμε δε, για να τα λέμε όλα, ότι στον επίλογο δεχόταν πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτόν τον συμβολικό κόσμο που αποτελούν οι διάφορες ιδεολογίες. (Το πλήρες κείμενο μπορεί να διαβαστεί εδώ).

Όπως καταλαβαίνετε, όλα όσα συνοπτικά σας μεταφέραμε δεν έχουν καμία σχέση με έναν μαρξιστή, όπως πίστευε το φτωχό μας το μυαλό για τις πολιτικοφιλοσοφικές απόψεις του φίλου Νοσφεράτου. Το οποίο φτωχό μυαλό μάς παρέσυρε άθελά μας -αλλά με ευθύνη μας- και δώσαμε τη λανθασμένη εντύπωση ότι ασπάζεται κι ο ίδιος την κοσμοαντίληψη που έχουμε εμείς.

Δηλώνουμε ότι κάτι τέτοιο δεν θα επαναληφθεί και του ζητούμε ταπεινά συγνώμη.

Φυσικά, όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι δεν τον θεωρούμε φίλο και σύμμαχο -τουλάχιστον στον αντιφασιστικό και αντιρατσιστικό αγώνα. Το ακριβώς αντίθετο. Και με την ευκαιρία, να ξαναπούμε ότι τα σχόλιά του εδώ θα είναι πάντα ευπρόσδεκτα και επιθυμητά, ανεξαρτήτως διαφωνιών. (Χωρίς καμία υποχρέωσή του -εννοείται- να μας επανεγγράψει στη λίστα ιστολογίων του).



Η φωτογραφία είναι από το commons.wikimedia.org

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2010

-Ποιος σ’ «έδωσε» σύντροφε κι είναι τ’ όνομά σου τόσο φαρδιά-πλατιά γραμμένο;


-Σύντροφος μ’ «έδωσε» σύντροφε! «Σύντροφος»!...

Επανερχόμαστε στην «Αριστερή Στρουθοκάμηλο» δυστυχώς και παρά τις δίκαιες διαμαρτυρίες του φίλου αναγνώστη μας και συχνού σχολιογράφου Ernesto. (Φίλε Ernesto δεν μπορούμε πάντα να πηγαίνουμε εμείς τη ζωή εκεί που θέλουμε. Κάποτε μας κουμαντάρει αυτή…).

Στον διάλογο που έγινε εκεί μεταξύ φίλων και αντιπάλων της ανανεωτικής αριστεράς, ο διαχειριστής του blog και οπαδός του ανανεωτικού ρεύματος προέβη χθες σε μία αισχρότατη και κατάπτυστη ενέργεια.

Αποκάλυψε την πραγματική ταυτότητα συνομιλητή του (με όνομα, επώνυμο, κόμμα και κομματική οργάνωση!) που έτυχε να ασπάζεται διαφορετικές (αλλά αριστερές) ιδέες και ο οποίος συμμετείχε στον διάλογο με ψευδώνυμο. (Φυσικά, λίγο θα άλλαζαν τα πράγματα, αν ο συνομιλητής ήταν πούρος δεξιός). Να σημειώσουμε εδώ ότι, ο μεν σύντροφος που υπέστη την κατάδοση δεν άσκησε καμία κριτική για την άθλια ενέργεια (κακώς, κάκιστα κατά την άποψή μας), οι δε συνομιλητές και συνοδοιπόροι στην «ανανέωση» της αριστεράς δεν έδειξαν την παραμικρή ενόχληση(***)…

Η αισχρή αυτή πράξη τρία μόνο συναισθήματα δημιουργεί στη δική μας ψυχή:

Οργή, θλίψη, περιφρόνηση.

Και μα τον Θεό ή τον Διάβολο, δεν ξέρουμε ούτε ποιό έρχεται πρώτο, ούτε ποιο είναι το πιο δυνατό!...


ΥΓ Το post αφιερώνεται στον Νοσφεράτο που ένα τέτοιο ανάλογο «δόσιμο» υπέστη κι αυτός στο παρελθόν. Ανάλογο, αλλά όχι ίδιο: Εκείνον τουλάχιστον δεν τον «έδωσε» «σύντροφος»… Παρεμπιπτόντως: Μας κάνει εντύπωση (όχι πολύ μεγάλη πάντως) που ο ίδιος έδειξε με το σχόλιό του στο προηγούμενο post ότι το συγκεκριμένο κρούσμα «δοσίματος» δεν τον ενοχλεί και τόσο…

ΥΓ2 Δεν δίνουμε link για προφανείς λόγους. Δεν θα γίνουμε εμείς συνεργοί κατάδοσης για να στηρίξουμε καλύτερα τις κατηγορίες μας... Τα στοιχεία υπάρχουν. Όσοι δύσπιστοι -δεν τους αδικούμε, η αθλιότητα είναι μεγάλη- δεν έχουν παρά να ανατρέξουν σ’ αυτά...

(***) Απαραίτητη συμπλήρωση μία ημέρα μετά (23/1/10): Αν ήμασταν λίγο πιο προσεκτικοί, θα προσθέταμε: «μέχρι την ώρα τουλάχιστον που γράφονται αυτές οι γραμμές». Γιατί η αλήθεια είναι ότι λίγο αργότερα ο φίλος mike, αναγνώστης της «Αριστερής Στρουθοκαμήλου» (αλλά και δικός μας) και μάλλον θετικά προσκείμενος στην ανανεωτική αριστερά, διαχώρισε, προς τιμήν του, τη θέση του. Έστω και εκ των υστέρων, η αλήθεια πρέπει να γράφεται.



Η εικόνα προέρχεται από το myspace.com και είναι της kickin_kelly.

Οι αριστερές στρουθοκάμηλοι όμορφα στρουθοκαμηλίζουν…

Έχουμε μιλήσει και παλιότερα για το πώς διεξάγεται συχνά ο διάλογος μέσα στους κόλπους της Αριστεράς. Για όλα όμως τα πράγματα υπάρχει πάντα η δεύτερη φορά…

Παραθέτουμε λοιπόν τον «διάλογο» που διημείφθη μεταξύ αυτού του ιστολογίου και του aristeristrouthokamilos.blogspot.com, ενός blog που πρόσκειται (πολύ) φιλικά στην ανανεωτική αριστερά -κατά δήλωση του διαχειριστή του. Η αφορμή ήταν ένα post που διαβάσαμε με θέμα την ανανέωση της εμπιστοσύνης της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ στον κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο Φώτη Κουβέλη, μετά από την πρόσφατη πρόταση «δυσπιστίας και αντικατάστασης» εναντίον του από 23 στελέχη του σχήματος.

Την προσοχή μας τράβηξε η εικόνα του post (δύο μονοπόδαροι Μαρξ με τον καθένα να δένει τα κορδόνια του δικού του παπουτσιού -ο ένας το αριστερό, ο άλλος το δεξί) σε συνδυασμό με τον τίτλο του («Ελπίδες για επανεκκίνηση του Συνασπισμού μετά την αριστερίστικη παρένθεση»). Αυτός ο συνδυασμός παρέπεμπε ευθέως σε μία διαμάχη, στην οποία οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές εκφράζουν αντίστοιχα και δύο διαφορετικές τάσεις (μία «αριστερή» και μία «δεξιά»), αμφότερες όμως κινούμενες, εννοείται, εντός του πνεύματος του Μαρξ.

Επειδή, εμείς τουλάχιστον, καθόλου δεν βλέπουμε έτσι το συγκεκριμένο ζήτημα στείλαμε το ακόλουθο σχόλιο. (Όπως θα φανεί και από την «αλληλογραφία» δεν ήταν η πρώτη φορά που το κάναμε. Η προηγούμενη, κάπου τον Δεκέμβριο, είχε καταλήξει κακήν-κακώς…). Λοιπόν το σχόλιό μας:

Blogger Ο/Η LeftG700 είπε...

Φίλε Γιώργο,

Για να τα λέμε όλα, ανεξάρτητα από τις δικές σου προσωπικές απόψεις επ' αυτού που θα θίξουμε και τις οποίες δεν τις ξέρουμε βέβαια, ο Κουβέλης πρέπει να έχει έστω και να προφέρει το όνομα του Μαρξ από την εποχή του ενιαίου ΚΚΕεσ. Δηλαδή από την εποχή που πηγαίναμε στον παιδικό σταθμό!

Με αυτή την έννοια, η εικόνα του ποστ είναι απολύτως παραπλανητική.

Τα λέμε.

20 Ιανουαρίου 2010 8:31 μ.μ.


Πέρασαν οι ώρες, γύρισε η μέρα κι ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Στείλαμε δεύτερο:

Blogger Ο/Η LeftG700 είπε...

Φίλε Γιώργο,

Πριν από τις γιορτές, τα σχόλιά μας εδώ ήταν αφορμή για εντάσεις. Εμείς δεν σταθήκαμε εκεί, αλλά αρπάξαμε την ευκαρία που πρόσφεραν τα Χριστούγεννα για να σου στείλουμε ευχές από το μπλογκ μας με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που το κάναμε για όλους τους μέχρι τώρα συνομιλητές, έστω κι ήταν συνομιλητές της μιας φοράς.

Μας ανταπέδωσες τις ευχές και θεωρήσαμε ότι κι εσύ από τη μεριά σου προσπέρασες όσα προσπεράσαμε. Όμως:

Σου στείλαμε χθες ένα απόλυτα πολιτικό σχόλιο, σαφές και συγκεκριμένο.

Μας απάντησες δια της σιωπής.

Εκτιμάς ότι τέτοιες συμπεριφορές προάγουν την πολιτική γραμμή της ΑΠ και γενικότερα την υπόθεση της Αριστεράς;

Και -δυστυχώς είμαστε υποχρεωμένοι να επαναφέρουμε το ερώτημα:

Εκτιμάς ότι την ίδια συμπεριφορά θα επεδείκνυε ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης;

21 Ιανουαρίου 2010 3:21 μ.μ.


Αυτή τη φορά ήρθε η πολυαναμενόμενη απάντηση:

Blogger Ο/Η Γιωργος είπε...

@LeftG700,

1. Δεν απαντώ για λογαριασμό ούτε του Μιχάλη ούτε του Φώτη

2. Δεν ανήκω στην ΑΠ αλλά στην ανανεωτική αριστερά - εάν αποφασίσουν (οι της ΑΠ) να συγκροτήσουν αυτόνομο φορέα της ΑΑ μαζί με τις άλλες κινήσεις και ανένταχτους τότε με χαρά θα συνεισφέρω.

Για την ώρα συμφωνώ σε πάρα πολλά μαζί τους αν και προέρχομαι από την άλλη πλευρά, όμως δεν είμαι μέλος για να απολογούμαι για κάθε τους ενέργεια - άλλωστε συχνά τους κάνω κριτική για ανεπάρκειες ή για την άρνησή τους για συνέδριο...

Προφανώς όμως βολεύει καλύτερα να τσουβαλιάζουμε τους ανθρώπους κάπου παρά να ακούμε ανεξάρτητες φωνές...

Γιατί σας τα λέω αυτά; Γιατί είναι παράδοση στην ανανεωτική αριστερά η διαφορετικότητα και ο διάλογος και η συναίνεση στην δράση, πράγμα που δεν το βρίσκεις στους ψευδεπίγραφους διαλόγους των κομματικών σωμάτων της ριζοσπαστικής αριστεράς. Στην ΑΑ ξαναένιωσα αριστερός

Και μην ανησυχείτε: έχω κάνει και αριστεριστής στα νιάτα μου και καταλαβαίνω πολύ καλά που πάει το πράγμα με τον ΡΙΖΑ αφού ο αριστερισμός είναι αρρώστια και μάλιστα πολύ σοβαρή και αθεράπευτη: δεν είναι τυχαίο πχ ότι ο Χρ. Μπίστης τριάντα χρόνια μετά την διάλυση του ΕΚΚΕ περιφέρει τον τίτλο του σε συνεργασίες ανταρσύας. Ίδιοι είναι και οι Νταβανέλοι, Ρούντηδες και λοιποί γεροσταλίνες που το πολύ που επιθυμούν είναι να βγάλουν καμιά γκόμενα από την νεολαία και να συνεχίσουν να μην δουλεύουν όσοι το έχουν καταφέρει έως τώρα.

Αυτή είναι η πολιτική μου ανάλυση...

Καλησπέρα

21 Ιανουαρίου 2010 10:16 μ.μ.


Τα συμπεράσματα από όλη αυτή τη «μικρή αριστερή ιστορία» είναι δικά σας. Εμείς δεν μπορούμε να πούμε τίποτα. Όχι δεν έχουμε. Δεν μπορούμε.

Και μάλιστα, αν δείτε τίποτα χέρια σηκωμένα ψηλά, τα δικά μας θα ’ναι…



Η φωτογραφία είναι από το pelasgia.blogspot.com

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2010

Τι εστί λαϊκισμός;

Όπως, είμαστε σίγουροι, έχουν συνειδητοποιήσει οι προσεκτικοί παρατηρητές των διαλόγων πάσης μορφής, είδους και κατηγορίας που διεξάγονται στην ελληνική κοινωνία, η λέξη «λαϊκισμός» έχει αντικαταστήσει πλείστες όσες λέξεις και έννοιες της ελληνικής γλώσσας. Σύμφωνα με ακριβείς μετρήσεις, υπολογίζουμε ότι, μέχρι στιγμής, ο λαϊκισμός έχει καταστεί συνώνυμος με 789 λέξεις που χρησιμοποιούνται στην καθημερινή επικοινωνία και 223 λέξεις που είναι δόκιμες στην επιστημονική και λόγια γλώσσα. Το φαινόμενο δεν δείχνει καμία όρεξη να μπει σε στάδιο ύφεσης, όπως συμβαίνει ας πούμε με τη νέα γρίπη και δεν έχουμε την παραμικρή αμφιβολία ότι στην επόμενη μέτρησή μας τα νούμερα θα είναι αυξημένα κατά πολύ.

Με αυτές τις γλωσσολογικές εξελίξεις εν εξελίξει, καθίσταται επιτακτική η ανάγκη να οριστεί επιτέλους με ακρίβεια αυτή η «γαμημένη λέξη», όπως ακούσαμε να τη χαρακτηρίζει διαπρεπής Ακαδημαϊκός κατά τη διάρκεια φιλολογικού τείου (τσαγιού) και φρίξαμε. Συμπλήρωσε μάλιστα τη σκέψη του αισχρολογώντας ακόμα περισσότερο: «Και δεν είναι μόνο γαμημένη. Είναι και πουτάνα, αφού επιτρέπει στον καθένα να τη χρησιμοποιεί όπως θέλει, μια έτσι και μια αλλιώς!». Σκεφθείτε τη δυσκολία του πράγματος όταν κοτζάμ Ακαδημαϊκός φτάνει στο σημείο να εκφράζεται με αυτόν τον τρόπο! Και να ’ταν μόνο αυτό;

Το γλυκό έρχεται και δένει μέχρι βαθμού που θυμίζει Γόρδιο δεσμό από το γεγονός ότι, εκτός του ότι δεν υπάρχει γενική συμφωνία και αποδοχή για το ακριβές περιεχόμενο του λαϊκισμού, συμβαίνει ακριβώς το ίδιο και για την ακριβή έννοια των 789 λέξεων της καθομιλουμένης και των 223 της διαλέκτου των λογίων τις οποίες αντικαθιστά.

Κατόπιν όλων των ανωτέρω, δηλώνουμε με τη γνωστή ειλικρίνεια που μας διακρίνει ότι αδυνατούμε να λύσουμε αυτόν τον Γόρδιο δεσμό. Βεβαίως, δεν ξεχνάμε ότι ο τίτλος του σημειώματός μας υπόσχεται εμμέσως (πλην σαφώς, εμείς δεν κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας όπως κρύβονται άλλοι πίσω από την τρίχα τους) να ορίσει επακριβώς την έννοια του λαϊκισμού. Αυτό όμως διόλου δεν σημαίνει ότι αθετήσαμε την υπόσχεσή μας. Για τον απλούστατο λόγο ότι, όταν δίναμε τη συγκεκριμένη υπόσχεση που δώσαμε, δεν είχαμε όλη την εικόνα της πραγματικότητας και των δυσκολιών του εγχειρήματος.

Πριν κατηγορηθούμε από κανέναν βιαστικό καλοθελητή για λαϊκισμό, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι συνώνυμο με τις ψευδείς υποσχέσεις τις οποίες εν γνώσει του δίνει κάποιος, σπεύδουμε να υπενθυμίσουμε ότι αυτό το φαινόμενο, το να σε προδίδει δηλαδή η πραγματικότητα που αγνοούσες, απαντάται συχνά στη ζωή -πολύ συχνότερα απ’ όσο θα φανταζόταν κανείς. Και μάλιστα και σε πρόσωπα σπουδαία, όχι μόνο σε κάτι αριστερούς φτωχοδιάβολους σαν και λόγου μας.

Κάπως έτσι δεν προδόθηκε κι ο Πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου όταν εντίμως διαβεβαίωνε προεκλογικά τον ελληνικό λαό ότι «λεφτά υπάρχουν», για να αποκαλυφθεί τώρα ότι «δεν υπάρχει σάλιο», όπως, με μία έξοχη ομολογουμένως διατύπωση, δήλωσε ο Υπουργός Εργασίας και Διαχείρισης Ανεργίας Ανδρέας Λοβέρδος;

Νομίζουμε ότι το συμπέρασμα βγαίνει αβίαστα: Είναι λαϊκισμός να κατηγορείς κάποιον για ψευδείς υποσχέσεις όταν η πραγματικότητα της στιγμής που δίδεται η υπόσχεση διαφέρει από την πραγματικότητα της στιγμής που πρέπει να εκπληρωθεί.

Κάθε άλλη ερμηνεία είναι λαϊκισμός.



Η εικόνα είναι από το kunaljanu.wordpress.com.

Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2010

Γιατί όχι δημοψήφισμα για τους μετανάστες;

Ε ι σ α γ ω γ ι κ ά

Είναι γνωστό ότι η Αριστερά στη χώρα μας (αλλά και παγκοσμίως) πολεμήθηκε με δύο κυρίως όπλα: Της Πατρίδας και της Δημοκρατίας. Ως προδότες της «Ιεράς Πατρίδας» και ως στασιαστές κατά της «Αγίας Δημοκρατίας» στήθηκαν στον τοίχο, βασανίστηκαν μέχρι θανάτου, φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν, κυνηγήθηκαν ανηλεώς, αποστερήθηκαν ακόμα κι ένα φτωχό μεροκάματο χιλιάδες και χιλιάδες. Κι ανάμεσα σ’ αυτούς πολλοί από τα καλύτερα παιδιά της.

Διάφορα υλικά χρησιμοποιήθηκαν για να φτιαχτούν αυτά τα όπλα. Πρωταγωνιστικό όμως ρόλο έπαιξαν η διαστρέβλωση και η προβολή[1], τροφοδοτημένη από μια απύθμενη υποκρισία. Αλλά, να το πούμε κι αυτό για να μην ξεχνιόμαστε, και μερικά ακόμα που αστόχαστα προσφέραμε εμείς οι ίδιοι στους αντιπάλους μας…

Εν πάση περιπτώσει, πέρασαν τα χρόνια κι οι καιροί, η Αριστερά έγινε αποδεκτή και πάλι στους κόλπους και της Πατρίδας και της Δημοκρατίας και γίναμε κι εμείς -για δες η «Ψωροκώσταινα», ποιος να το πίστευε!- μια σύγχρονη «φιλελεύθερη» δημοκρατία «δυτικού τύπου». Ήγουν τουτέστιν δηλαδή, εδραιωμένος, μη αμφισβητούμενος -ως «Τέλος της Ιστορίας»- καπιταλισμός και ξερό ψωμί!

Η δημοκρατία όμως ως γνωστόν είναι κι αυτή ένα «δύσκολο» πολίτευμα. Έτσι συχνά-πυκνά ανακύπτουν εντός της διάφορα προβλήματα κατά την επίλυση των οποίων οι κατηγορίες για αντιδημοκρατική στάση και συμπεριφορά εκτοξεύονται προς δικαίους και αδίκους, δηλαδή όχι μόνο πια προς τους αριστερούς αλλά προς όλους και από όλους, σε διαρκώς εναλλασσόμενους ρόλους. Εννοείται ότι ουδείς από τους κατά περίπτωση κατηγορούμενους ως αντιδημοκράτες αποδέχονται τις κατηγορίες. Μάλιστα οι περισσότεροι από αυτούς δηλώνουν συνήθως και με κάποιο στόμφο: «Σας επιστρέφουμε τους χαρακτηρισμούς!». Αυτό βέβαια συμβαίνει, γιατί η έννοια της ιερότητας της δημοκρατίας έχει διαποτίσει μέχρι μυελού οστέων όλους τους Έλληνες, όπως είναι φυσικό εξ άλλου, αφού εμείς είμαστε οι γεννήτορες του συγκεκριμένου πολιτεύματος, ως δημιουργοί Παρθενώνων άλλωστε, όταν οι «άλλοι» τρώγανε ακόμα βελανίδια, μην το ξεχνάμε.

Προσφάτως, η πρωτοβουλία της κυβέρνησης να νομοθετήσει επί των προϋποθέσεων απόκτησης της ελληνικής ιθαγένειας από αλλοδαπούς έφερε πάλι σε πρώτο πλάνο το «δημοκρατικό ζήτημα». ΛΑ.Ο.Σ. και η πολιτική ηγεσία της «Χρυσής Αυγής» ζητούν δημοψήφισμα επί του θέματος. Να ερωτηθούν δηλαδή οι Έλληνες: Θέλουν να δοθεί η βούλα του συμπατριώτη σε ανθρώπους που δεν είναι εξ αίματος Έλληνες ή όχι; Αμέσως οι συζητήσεις άναψαν. Είναι σύμφωνο με το πνεύμα της Δημοκρατίας ένα τέτοιο δημοψήφισμα; Μπορεί ένας θιασώτης της Δημοκρατίας να το αρνείται και ταυτόχρονα να μη χάνει το δικαίωμα να εξακολουθήσει να θεωρείται ως τέτοιος; Κι ακόμα -υπόρρητα αυτό: Είναι θεμιτό να συγκατανεύσει κάποιος σε ένα τέτοιο δημοψήφισμα όταν μεταξύ αυτών που το ζητάνε είναι και νεοναζιστές;

Αυτά και μόνο αυτά τα ερωτήματα θα μας απασχολήσουν στο σημερινό μας σημείωμα. Δεν θα μπούμε στην ουσία του ζητήματος. Θα μιλήσουμε μόνο για τα τυπικά, τα διαδικαστικά της Δημοκρατίας. Που εμείς οι αριστεροί, όσοι τουλάχιστον δεν τα ’χουμε χάσει από την κατραπακιά του ’89-’91, ξέρουμε πια πολύ καλά ότι είναι και ουσία.

Θα το κάναμε θέμα έτσι κι αλλιώς. Ένα πρόσφατο όμως post της φίλης Cynical για το ζήτημα και η συζήτηση που ακολούθησε εκεί ήταν το έναυσμα για να επισπεύσουμε την ανάρτηση. Στο χρόνο που διέρρευσε, δημοσιεύτηκαν στο διαδίκτυο κι άλλα σχετικά με το ζήτημα κείμενα που προκάλεσαν κι αυτά συζητήσεις. Αν και τα λάβαμε υπ’ όψη μας, η επιχειρηματολογία που θα αναπτύξουμε εδώ έχει την αφετηρία της στο δημοσίευμα της Cynical, οι βασικές ιδέες του οποίου μας βρίσκουν σε διαφωνία. Σε διαφωνία, όχι σε αντιπαράθεση. Γιατί θεωρούμε το blog της ως ένα από αυτά που ξεχωρίζουν, με προοδευτικό (χωρίς εισαγωγικά) χαρακτήρα, σοβαρή, τεκμηριωμένη αρθρογραφία και λόγο που δεν κακοποιεί την ελληνική γλώσσα.

Επιπλέον, επειδή, όπως είπαμε, το κείμενό της αποτελεί απλώς την αφετηρία, να πούμε εδώ, τελειώνοντας αυτή τη μάλλον μακροσκελή εισαγωγή, ότι το σημείωμά μας δεν θα πρέπει κατά κανένα λόγο να εκληφθεί ως προσωπική αντιπαράθεση με οποιονδήποτε, ακόμα και στα αιχμηρά σημεία της διαδρομής του μέχρι το τέρμα. Είναι απλώς οι απόψεις μας που τυχαίνει να διαφέρουν -όπου διαφέρουν- από άλλες απόψεις. Για προφανείς λόγους τήρησης σαφών αποστάσεων δίνουμε σε κάποιες διαφορές, που εμείς θεωρούμε ουσιώδεις, ιδιαίτερη έμφαση. Αυτό και μόνο αυτό και πέραν αυτού ουδέν.

Εναντίον του δημοψηφίσματος, αλλά με τι όπλα;

Στο κείμενό της η Cynical, αφού κάνει την παραδοχή ότι τα δημοψηφίσματα εν γένει αποτελούν στοιχείο της άμεσης δημοκρατίας, σχετικοποιεί στη συνέχεια την αξία τους, εστιάζοντας στα προβλήματα που συνδέονται με αυτά. Κατόπιν όμως, εξετάζοντας το περί ου ο λόγος δημοψήφισμα, κάνει ένα βασικό λάθος. Το συνδέει, θέλοντας προφανώς να το υπονομεύσει, με τη «δημοψηφισματική δημοκρατία», εκείνη την αντίληψη δηλαδή που θέλει τη συγκεκριμένη διαδικασία να αποτελεί τον κυρίαρχο τρόπο λήψης των αποφάσεων και το χρεώνει εμμέσως με τα μειονεκτήματα που αυτή έχει. Ποτέ και πουθενά όμως οι εκπρόσωποι των πολιτικών δυνάμεων που πρωτοστατούν υπέρ του δημοψηφίσματος για τους μετανάστες δεν άφησαν ούτε καν να εννοηθεί ότι υιοθετούν μια τέτοια αντίληψη της δημοκρατικής λειτουργίας. Λένε το εξής πολύ απλό και πολύ λιγότερο φιλόδοξο: «Το ζήτημα είναι σοβαρό γιατί επηρεάζει τις ζωές όλων και επομένως πρέπει όλοι να έχουν αποφασιστική άποψη επ’ αυτού». Τίποτα περισσότερο. Και το ίδιο ισχύει και για τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων που θα έλεγαν «ναι» σ’ ένα τέτοιο δημοψήφισμα. Το ρεύμα των θιασωτών της άμεσης δημοκρατίας, έτσι κι αλλιώς δεν είναι μεγάλο στην Ελλάδα. Κι αν αυτό μπορεί να αμφισβητηθεί, εκείνο που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί είναι το γεγονός ότι σε ένα δημοψήφισμα υπέρ ή κατά της δημοψηφισματικής δημοκρατίας οι υπέρ δεν θα έβρισκαν στην κάλπη ούτε την ψήφο τους!

Έτσι, εντάσσοντας δηλαδή πλαγίως το ειδικό στο γενικό, χρεώνει το περί μεταναστών δημοψήφισμα με την ένσταση της ακυβερνησίας που καταθέτουν οι αντίπαλοι της δημοψηφισματικής δημοκρατίας καθώς και με τα αρνητικά ερωτήματα του κατά πόσον η γνώμη των πολιτών μπορεί να διαμορφώνεται: α) όχι υπό την επίδραση της προπαγάνδας αλλά αυτόνομα και β) μετά λόγου γνώσεως και όχι άγνοιας.

Τι από τα παραπάνω ισχύει στο δημοψήφισμα περί μεταναστών; Τίποτα και κανένα! Κατ’ αρχήν, θέμα ακυβερνησίας δεν τίθεται επ’ ουδενί. Ο νόμος που προετοιμάζει το ΠΑΣΟΚ ρυθμίζει ένα ζήτημα πιεστικό μεν, όχι όμως άμεσα πιεστικό από πλευράς χρόνου. Συνεπώς, ένα τέτοιο δημοψήφισμα μπορεί να προγραμματιστεί με άνεση έτσι ώστε να δοθούν όλα τα απαραίτητα περιθώρια για να διαμορφώσουν οι πολίτες την άποψή τους μετά από αναλυτική ενημέρωση για τα επιχειρήματα της κάθε πλευράς.

Για τα ερωτήματα όμως που παραθέτει, τα πράγματα είναι πιο σύνθετα: Αλήθεια, κατά πόσον η γνώμη των πολιτών μπορεί να διαμορφώνεται: α) όχι υπό την επίδραση της προπαγάνδας αλλά αυτόνομα και β) μετά λόγου γνώσεως και όχι άγνοιας; Κατά λίγο! Ή κατά πολύ! Ή μετρίως! Ή καθόλου! Ποιός ο λόγος όμως να ανασύρουμε τέτοια ερωτήματα ειδικά για το δημοψήφισμα, όταν αυτά αφορούν σε όλες τις πλευρές του σχηματισμού άποψης; Κατά πόσον, αυτόνομα και μετά λόγου γνώσεως, οι πολίτες υιοθετούν πολιτική φιλοσοφία, επιλέγουν πολιτική παράταξη, ψηφίζουν κόμμα ή συμφωνούν/διαφωνούν με οποιαδήποτε πολιτική άποψη; Πιάσ’ τ’ αυγό και κούρευ’ το! Επειδή όμως όντως είναι δύσκολο να πιάσεις και να κουρέψεις ένα αυγό, σημαίνει ότι πρέπει και να το σπάσεις; Κι αν είναι έτσι, γιατί να μη σπάσουμε, εκτός από το αυγό του δημοψηφίσματος, και αυτό των εκλογών ας πούμε ή, γενικότερα, οποιασδήποτε διαδικασίας συμπεριλαμβάνει την ψήφο;

Στη συνέχεια και πάντα αναφερόμενη στο σαμάρι (δημοψηφίσματα εν γένει), αλλά εννοώντας το γάιδαρο (δημοψήφισμα εν προκειμένω) η Cynical λέει μια κουβέντα με δύο ιδιότητες εκ των οποίων η μία είναι σημαντικότερη από την άλλη, από όποια κι αν ξεκινήσεις. Η κουβέντα που λέει είναι: «[…] το δημοψήφισμα υπό μια έννοια αποτελεί “Τυραννία της Πλειοψηφίας”». Οι ιδιότητές της; Και βαριά και μεγάλη. Βαριά, γιατί δεν είναι έτσι. Και μεγάλη, γιατί μπορεί να είναι κι έτσι. Πριν προβάλουμε αυτό που δεν είναι και αυτό που μπορεί να είναι η Δημοκρατία επάνω στο δημοψήφισμα που μας απασχολεί και εξετάσουμε αν του ταιριάζουν, χρειάζεται εδώ να ανοίξουμε μια …δημοκρατική παρένθεση.

Δημοκρατία, δημοκρατία, ως πότε θα μας τυραννάς;

Πολλοί ορισμοί έχουν δοθεί για τη Δημοκρατία και δεν φιλοδοξούμε να προσθέσουμε και τον δικό μας. Κυρίως, γιατί θα είναι έναν ακόμα λόγος που θα μας εμποδίσει να μην ξεχάσουμε ότι η ουσία της Δημοκρατίας κρύβεται στη διαφορά και όχι στην ομοιότητα. Λόγω των διαφορών τους σκέφτηκαν κάποτε οι άνθρωποι πως αντί να σφάζονται κάθε λίγο και λιγάκι για το άλφα ή το βήτα ζήτημα, θα ήταν προτιμότερο να μετράνε πόσοι προτιμούν το ένα και πόσοι το άλλο και να θεωρούν συμβατικά ότι, αφού οι νικητές σε μια υποτιθέμενη βίαιη σύγκρουση θα ήταν κατά κανόνα οι περισσότεροι, η γνώμη των περισσότερων είναι αυτή που θα πρέπει ακολουθείται ως γενικός κανόνας. Αν λοιπόν το Δημοκρατικό συμβόλαιο αφορά στην αναίμακτη σύγκρουση, η συναίνεση που αυτό προϋποθέτει δεν κτίζεται γύρω από τη μη σύγκρουση, αλλά γύρω από τον αναίμακτο χαρακτήρα της. Δεν εξαλείφει τη σύγκρουση η Δημοκρατία, την αποσυνδέει από τη φυσική βία. Για να εξαλειφτεί η σύγκρουση πρέπει να εξαλειφτεί η διαφορά[2]. Κι αυτό σημαίνει να εξαλειφτεί η κοινωνία (ή να τη μετατρέψουμε σε μια κοινωνία από «Dollies»[3]). Επομένως δικαιούμαστε να πούμε ότι η Δημοκρατία αντιπροσωπεύει ένα συγκρουσιακό σύστημα κοινωνικής οργάνωσης και όχι το αντίθετο, όπως έχουν βαλθεί να μας πείσουν κάθε λογής προφεσόροι και εντεταλμένοι «διανοητές».

Τώρα, οι συγκρούσεις, ακόμα και οι δημοκρατικές, έχουν ένα φυσικό επακόλουθο: Νικητές και ηττημένους, ή, αν προτιμάτε, κερδισμένους και χαμένους. Υπάρχουν περιπτώσεις που το επακόλουθό τους είναι τύραννοι και τυραννισμένοι. Όμως αυτό δεν είναι ένα φυσικό επακόλουθο, δεν είναι υποχρεωτικό μ’ άλλα λόγια να εξελιχθούν τα πράγματα έτσι. Τα πράγματα θα εξελιχθούν έτσι, αν, για να το πούμε όσο πιο γενικά γίνεται, ο δημοκρατικός κύκλος διευρυνθεί τόσο πολύ ώστε να συμπεριλάβει στις διαδικασίες του ζητήματα που δεν αφορούν άμεσα στη δημόσια σφαίρα, αλλά ανήκουν στην περιοχή της αυτονομίας του ατόμου (όπως π.χ. το να παίζει κανείς πόκα! -για να αστειευτούμε και λίγο, μιλώντας όμως πάντα σοβαρά) και ως τέτοια δεν μπορούν να υπαχθούν στον πλειοψηφικό δημοκρατικό κανόνα.

Πριν κλείσουμε αυτή την παρένθεση να προσθέσουμε, αν και αυτονόητο, ότι είπαμε αυτά τα λίγα περί Δημοκρατίας, αναφερόμενοι σ’ αυτήν στην «καθαρή» της, «εργαστηριακή» μορφή και υπό ιδανικές συνθήκες εφαρμοσμένη. Εμείς οι αριστεροί ξέρουμε πολύ καλά ότι αυτό που αληθινά συμβαίνει απέχει έτη φωτός από την πραγματικότητα που βιώνουμε. Αυτό που βιώνουμε είναι η αστική δημοκρατία, δηλαδή η κυριαρχία των λίγων επί των πολλών. Και ασχέτως αν αυτή η κυριαρχία δεν υλοποιείται με κυριολεκτικά τυραννικό τρόπο, σίγουρα δεν είναι Δημοκρατία οι λίγοι να επιβάλλονται στους πολλούς!

Τέλος, για να μη λοξοδρομήσουμε σε συναφή αλλά δαιδαλώδη και πολύ μεγάλα κεφάλαια, αφήσαμε απ’ έξω αυτό που είναι το Μεγάλο Ρήγμα της και ταυτόχρονα αυτό που μπορεί να θεμελιώνει μια αυθεντικότερη Δημοκρατία: την Επανάσταση.

Συμβατότητες και ασυμβατότητες

Ας επανέλθουμε στο δημοψήφισμα για την απόδοση ή όχι της ελληνικής ιθαγένειας σε αλλοδαπούς.

Όποιο και να ήταν το αποτέλεσμα μετά από μια ενδεχόμενη διεξαγωγή του, σταχυολογείται η κατηγορία της τυραννίας για την πλειοψηφία που θα προέκυπτε; Δηλαδή όσοι θα ψηφίζαμε υπέρ, θα υφιστάμεθα κάποια καταθλιπτική καταπίεση, αν το αποτέλεσμα ήταν απορριπτικό; Και το αντίθετο: Το γεγονός ότι οι άρρενες αντίθετοι με την απόδοση οικογένειας, αν δεν επικρατήσει η άποψή τους, θα είναι υποχρεωμένοι π.χ. να υπηρετήσουν στον ελληνικό στρατό μαζί με Έλληνες ξένης καταγωγής συνιστά τυραννία; Δεν θα το λέγαμε.

Αυτό βέβαια είναι η μία όψη των συνεπειών ενός ενδεχόμενου δημοψηφίσματος. Αφορά δηλαδή στους γηγενείς. Μήπως όμως οι συνέπειες στους αλλοδαπούς που μένουν πια στην Ελλάδα είναι συμβατές με την έννοια της τυραννίας, σε περίπτωση που το αποτέλεσμα θα ήταν αρνητικό γι’ αυτούς; Και πάλι δεν θα το λέγαμε. Είναι άλλο ζήτημα η υποχρέωση μιας πολιτείας να προστατεύει τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα όλων αυτών που μένουν στην επικράτειά της -η στέρηση των οποίων ναι, συνιστά τυραννία- και άλλο ζήτημα το αν θα τους αποδώσει ιθαγένεια. Ιδίως όταν ξέρουμε πολύ καλά ότι, ακόμα και η εκ γενετής ιθαγένεια των ίδιων των γηγενών, δεν εξασφαλίζει αυτομάτως και την απρόσκοπτη πρόσβασή τους στα βασικά δικαιώματα. Πουθενά στον κόσμο και καμία πολιτεία δεν παρέχει αυτομάτως ιθαγένεια σε όσους αλλοδαπούς μένουν σ’ αυτήν. Όλες ρυθμίζουν το ζήτημα με τον τρόπο που προκρίνει η κάθε μία. Με αυτήν την έννοια, η μη απόδοση ιθαγένειας συνιστά κι αυτή ρύθμιση. Κακή, κάκιστη ρύθμιση κατά την άποψή μας. Κι αν δεν συνιστά ρύθμιση -δεν θα επιμείνουμε για την οικονομία της συζήτησης- σίγουρα όμως δεν ισούται με τυραννία.

Μόλις γράψαμε τη λέξη που αποτελεί και το τελευταίο και μεγαλύτερο επιχείρημα της Cynical -αλλά και όλων αυτών που τάσσονται κατά της διεξαγωγής του δημοψηφίσματος: τη λέξη «δικαίωμα». Κι εδώ η επιχειρηματολογία πηγαίνει κάπως έτσι, αν αποκρυπτογραφούμε σωστά την κάπως περίπλοκη διατύπωσή της: Δεν μπορεί να υπαχθεί στη θέληση της πλειοψηφίας η απόλαυση ή όχι ενός ανθρώπινου δικαιώματος από μία μειοψηφία. Ακόμα περισσότερο, όταν αυτή η μειοψηφία δεν έχει το δικαίωμα να επηρεάσει με την ψήφο της ή με την προπαγάνδα της το αποτέλεσμα. (Αυτό το τελευταίο δεν το γράφει η Cynical κι απ’ όσο ξέρουμε δεν το βλέπουμε και να αξιοποιείται από τους αντίθετους στο δημοψήφισμα. Η δημοκρατικότητά μας δεν μας επιτρέπει να το αποσιωπήσουμε). Αν και το σκεπτικό που παραθέσαμε στην αμέσως προηγούμενη παράγραφο αντικρούει με επάρκεια το επιχείρημα αυτό, ας γίνουμε ακόμα πιο πειστικοί με το ακόλουθο παράδειγμα:

Δεν μπορεί να υπαχθεί στη θέληση της πλειοψηφίας -ακόμα κι αν συμμετέχει στην ψηφοφορία και στην αντίστοιχη προπαγάνδα η μειοψηφία!- η απόλαυση του δικαιώματος της προστασίας της ζωής, ή της υγείας, ή του δικαιώματος της προστασίας από την αυθαιρεσία των κατασταλτικών μηχανισμών κ.λπ., κ.λπ. Αυτό ναι. Αυτό μάλιστα. Χίλιες φορές! Αλλά και η απόδοση της ιθαγένειας; Αυτό όχι. Χίλιες φορές όχι. Τουλάχιστον όχι, όσο υπάρχουν σύνορα!

Απομένει το τελευταίο σημείο. Αυτό που αναφέραμε εμείς, ασχέτως αν δεν το διατυπώνει η Cynical. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εδώ έχουμε ένα φαινόμενο αποκλεισμού. Αλλά και πώς αλλιώς μπορεί να γίνει; Πώς αλλιώς θα αποφασίσουν σύμφωνα με την αρχή και το δικαίωμα της ανεξαρτησίας οι κάτοικοι, όχι μιας χώρας, αλλά ενός χώρου αν θα δεχθούν κάποιους ως συγκατοίκους; Πώς -αυτό το λέμε επηρεασμένοι από ένα πρόσφατο και ιδιαίτερα ενδιαφέρον ποδοσφαιρικό post στο blog της Cynical- θα αποτρέψει μια παρέα οπαδών του Παναθηναϊκού λόγου χάρη, που το Μάιο θα κάνει πάρτι για την κατάκτηση του πρωταθλήματος, το ενδεχόμενο να μπουκάρει απρόσκλητος ο Αντώνης του radicaldesire.blogspot.com με τη δική του παρέα και να αρχίσουν να τραγουδάνε τον ύμνο του Ολυμπιακού, αν τους δώσουν το δικαίωμα να ψηφίσουν κι αυτοί για το επιτρεπτό ή όχι της πρωτοβουλίας τους;

Διάλογος

Στο διάλογο που ακολούθησε το post της Cynical, όπως ήταν αναμενόμενο για κάθε προσεκτικό παρατηρητή των συζητήσεων που διεξάγονται στην ελληνική κοινωνία σχετικά με το δημοψήφισμα, η κουβέντα μεταστράφηκε στο μανιχαϊστικό «με τους μετανάστες ή εναντίον των μεταναστών». Αυτό δείχνει την αβαθή και επιπόλαιη σκέψη της μεγάλης πλειοψηφίας των ανθρώπων, τάση που δυστυχώς δεν αφήνει ανέγγιχτους αυτούς που διακατέχονται από φιλικά αισθήματα για τους ξένους. Γιατί βέβαια, όσο κι αν οι σημαιοφόροι του δημοψηφίσματος είναι το ΛΑ.Ο.Σ. και η «Χρυσή Αυγή», το ζήτημα του post δεν ήταν αυτό. Το ζήτημα που έθετε το post ήταν ναι ή όχι στο δημοψήφισμα για την απόδοση ιθαγένειας στους μετανάστες, κάτι πιο σύνθετο, όπως πάντα είναι πιο σύνθετη η εφαρμογή ιδεών στην πραγματική ζωή.

Παρ’ όλη τη μεταστροφή, υπήρξε απάντηση και επί του ερωτήματος που έθετε από τον τίτλο του και μόνο το post -αλλά βέβαια με το φιλομεταναστευτικό αίσθημα να την επιχρωματίζει. Η απάντηση ήταν «όχι» -με λίγες υπόρρητες εξαιρέσεις που δεν μας φάνηκε κατά κανέναν τρόπο να εντάσσονται στους εχθρούς των μεταναστών. Επί τη βάσει του επιχειρήματος που αναφέρθηκε πριν: Όταν το επίδικο είναι η απόδοση δικαιωμάτων, ο πλειοψηφικός δημοκρατικός κανόνας δεν ισχύει. Το επιχείρημα έχει καταρριφθεί ολοκληρωτικά προηγουμένως και δεν χρειάζεται να επαναληφθούμε.

Ακόμα, είναι χαρακτηριστικό ότι από ορισμένους -όπως εξ άλλου και από τη Cynical στο post της- η ιδέα του δημοψηφίσματος απορρίπτεται με το πρόσθετο αιτιολογικό ότι το ζητά ο Καρατζαφέρης και ο Πλεύρης (πατήρ). Εδώ δίνουμε τα ρέστα μας! Γιατί βλέπουμε ότι η τακτική να αποφεύγει κανείς την ψηφοφορία όταν εκτιμά ότι θα χάσει (έχουμε πολλές αμφιβολίες αν θα ίσχυε κάτι τέτοιο στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως θα πούμε παρακάτω) γίνεται προσπάθεια να μετατραπεί σε ζήτημα δημοκρατικών αρχών, όχι μόνο με την επίκληση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όπως συμβαίνει στην πραγματικότητα με όλη αυτή τη φιλολογία για την οποία έχουμε ήδη κάνει λόγο, αλλά και με το καραμπινάτο πρόσχημα ότι αυτός που θέλει να βάλει το θέμα σε ψηφοφορία είναι αντιδημοκράτης! Δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με τις τακτικές του δημοκρατικού παιχνιδιού. Παίζεται και έτσι. Όχι όμως με τέτοια έωλα επιχειρήματα. Με τέτοια επιχειρήματα, μακροπρόθεσμα χάνεις, ακόμα κι αν κερδίσεις βραχυπρόθεσμα.

Τέλος, θα θέλαμε να μνημονεύσουμε την εξαιρετικά επικίνδυνη άποψη που επικαλείται την ανωριμότητα και την έλλειψη παιδείας του λαού προκειμένου να αιτιολογήσει την άρνηση σε ένα ενδεχόμενο δημοψήφισμα. Δηλαδή, ο λαός ήταν ώριμος και αρκούντως μορφωμένος για να μελετήσει το εκ 400 σελίδων αποτελούμενο προεκλογικό πρόγραμμα του ΣΥΝ ώστε, με βάση τα συμπεράσματα που θα έβγαζε, να το ψηφίσει ή όχι στο πρόσφατο εκλογικό δημοψήφισμα και είναι ανίκανος να ξεχωρίσει τα δύο γαϊδουριών άχυρα του δημοψηφίσματος για την ιθαγένεια των μεταναστών προκειμένου να αποφανθεί μετά λόγου γνώσεως σε αποδεκτό βαθμό;

Γενικεύοντας τα συμπεράσματά μας καθώς, εκτός από το post Cynical, κάναμε και μία βόλτα στο διαδίκτυο όπου, πάνω-κάτω, είδαμε τα ίδια, θα θέλαμε να προσθέσουμε και μερικές ακόμα σκέψεις.

Όσο αστήρικτη είναι η εξαίρεση του δημοψηφίσματος για τους μετανάστες από τον δημοκρατικό κανόνα, άλλο τόσο και περισσότερο ίσως είναι καταπραϋντική για τις δημοκρατικές (αλλά και τις «δημοκρατικές») συνειδήσεις. Γιατί επιτρέπει την καταστρατήγηση της δημοκρατίας, στο όνομα της Δημοκρατίας! Και ο σκύλος χορτάτος και η πίτα σωστή!

Συνήθως (και από θέσεις αρχής) είμαστε ασυμφιλίωτοι εχθροί με την υποκρισία. Δεν θα εκδηλώσουμε όμως αυτή την έχθρα μας εδώ με όλη της την ένταση. Γιατί ξέρουμε πολύ καλά ότι τέτοιου τύπου εκλογικεύσεις αφορούν άμεσα στον ψυχολογικό μηχανισμό προστασίας του εαυτού που αποκαλείται Cognitive Dissonance[4] και ο οποίος με τη σειρά του συνδέεται με την απώθηση[5]. Μακριά από μας η υπερφίαλη φιλοδοξία να τα βάλουμε με τέτοιους μηχανισμούς! Εδώ, σε τελική ανάλυση, ο καθένας είναι μόνος του με τον εαυτό του -άντε και με τον ψυχολόγο του.

Γέλια

Πηγαίνοντας σιγά-σιγά προς το τέλος, θέλουμε να αποσπάσουμε από όσα σχετικά με το ζήτημα είδαμε στο διαδίκτυο, τρεις περιπτώσεις που εμάς τουλάχιστον μάς έκαναν να γελάσουμε και αρκετά μάλιστα. Δεν είναι υποχρεωτικό οι αναγνώστες μας να μάς μιμηθούν. Πιστεύουμε όμως ότι θα ήταν πολύ χρήσιμο να σκεφθούν.

Η πρώτη περίπτωση αφορά σ’ ένα ποστ το οποίο η αναζήτηση για το θέμα το έφερε μπροστά στα μάτια μας. Τι το θέλαμε; Κόντεψε να μας τα βγάλει! Γιατί εκεί ο φίλος μας, αφού περνάει γενεές 14 τους Έλληνες που πιστεύουν στην «καθαρότητα της φυλής και άλλες τέτοιες αστειότητες», στη συνέχεια αναγορεύει την περιοχή η οποία ονομάζεται Ελλάδα (όνομα που φαίνεται ότι αφήνει αδιάφορο τον ίδιο -μαζί με τα παράγωγά του- προφανώς ως «αντιεθνικιστή»…), περίπου μοναδική από πλευράς κλίματος για να καταλήξει στο τέλος: «Αφήστε λοιπόν τα δήθεν πατριωτικά και υιοθετείστε την πραγματική στάση και αποστολή των ανθρώπων αυτού του τόπου που είναι η μεταμόρφωση των ανθρώπων σε αυτό που είναι. Δεν είμαστε φίλοι μου μια διαφορετική φυλή αλλά η καρδιά της ανθρωπότητας.»!

Όσοι επιβιώσατε μπορείτε να συνεχίσετε την ανάγνωση φτάνοντας στη δεύτερη περίπτωση. Εδώ έχουμε να κάνουμε με τον έγκυρο δημοσιογράφο της κεντροαριστεράς σαπουνόφουσκας Τάσο Παππά.

Έγραψε λοιπόν ο Παππάς ένα άρθρο για το δημοψήφισμα στον ιστότοπο newstime.gr το οποίο αναδημοσίευσε ο Anemosnaftilos απ’ όπου και το πήραμε. Δεν θα απασχολήσουμε τους αναγνώστες με το περιεχόμενο του άρθρου. Όλα όσα γράφει τα έχουμε ήδη καλύψει. Έχει πλάκα όμως το εξής: Ο Παππάς υπογράφει φαρδιά-πλατιά και με καμάρι υποθέτουμε, «Τάσος Παππάς, Δημοσιογράφος, μέλος της ΕΣΗΕΑ». Της συνδικαλιστικής δηλαδή οργάνωσης που κρατάει χιλιάδες δημοσιογράφους έξω από τις κλειστές της πόρτες και στην οποία για να γίνει κάποιος δεκτός πρέπει να φτύσει αίμα και να φιλήσει αμέτρητες κατουρημένες ποδιές. (Ειρωνεία: Ο ίδιος ο Anemosnaftilos που αναδημοσιεύει το άρθρο του Παππά, χρόνια και χρόνια δημοσιογράφος, δεν είχε αξιωθεί να γίνει δεκτός ως μέλος, τουλάχιστον μέχρι πριν λίγους μήνες -ίσως ούτε και τώρα ακόμα!).

Θα πει κάποιος: Και λοιπόν; Ο Παππάς είναι υπεύθυνος; Και πού το ξέρετε αν έχει υποστηρίξει τον αποκλεισμό των συναδέλφων του από τη μεγάλη δημοσιογραφική οικογένεια;

Δεν λέμε και δεν υπονοούμε κάτι τέτοιο φυσικά. Ούτε υπεύθυνος είναι (η συνευθύνη είναι άλλη ιστορία) ούτε ξέρουμε να υποστηρίζει τον αποκλεισμό. Αλλά απ’ την άλλη, απ’ όσο πάλι ξέρουμε, δεν έχει και ακριβώς σκοτωθεί εδώ που τα λέμε να γράφει άρθρα υπέρ της γενικής απόδοσης της δημοσιογραφικής «ιθαγένειας» στους συναδέλφους του. Εκτός κι αν δεν αδειάζει, επειδή του τρώει όλο το χρόνο η συγγραφή άρθρων και βιβλίων με τα οποία προσπαθεί να στηρίζει κριτικά το ΠΑΣΟΚ και να αποδομεί, -«φιλικά» βέβαια, πάντα «φιλικά»- την Αριστερά…

Η τρίτη και τελευταία γελοία περίπτωση (δηλαδή για γέλια) αφορά σε ένα άλλο αστέρι της κεντροαριστεράς (φάρσας), λιγότερο λαμπερό από τον Παππά, αλλά πάντως εξέχον μέλος «αυτού του συρφετού του δημοκρατικού» που λέει κι ο Νιόνιος: τον συμπαθή Προκόπη Δούκα.

Τι έκανε ο Προκόπης; -θα πουν καχύποπτα οι συμπαθούντες. Το καθήκον του λέμε εμείς! Ως γνήσια δημοκρατικός πολίτης έγραψε κι αυτός σχετικό post με το οποίο υπερασπίζεται τον μη αποκλεισμό των μεταναστών μέσω της απόδοσης και σ’ αυτούς της ελληνικής ιθαγένειας. Έκτακτα!

Όχι και τόσο. Γιατί ο ίδιος αυτός συμπαθής Προκόπης Δούκας, όχι μόνο επιφυλάσσει εις εαυτόν το δικαίωμα να ασκεί προληπτική λογοκρισία στο blog του, αλλά, εδώ και λίγους μήνες, έχει κοτσάρει στην ένδειξη σχολίων και το επίθετο «καλοπροαίρετα» (έγραψε μάλιστα και ολόκληρο σεντόνι όπου εκθέτει την εμετικά ολοκληρωτική επιχειρηματολογία του). Δηλαδή, προειδοποιεί εκ των προτέρων τους αναγνώστες του ότι γίνονται δεκτοί ως σχολιαστές μόνον όσοι είναι καλοπροαίρετοι απέναντί του. Που θα πει φιλικά διακείμενοι προς τις απόψεις του γενικά, ασχέτως επί μέρους «διαφωνιών» [καλοπροαίρετος = καλόγνωμος, φιλικός (Ελλ. Λεξικό Τεγόπουλου-Φυτράκη)]. Οι υπόλοιποι …αποκλείονται! Είδατε πόσο «έκτακτα δημοκρατικός» και πόσο «εναντίον» των αποκλεισμών είναι ο Προκόπης Δούκας;

Σούμα

Πολλά είπαμε και πέρασε η ώρα. Καιρός να αρχίσουμε να συνοψίζουμε, διευκρινίζοντας πλήρως και τις δικές μας θέσεις.

Ι. Η αντίθεση στη διενέργεια του δημοψηφίσματος είναι αντιδημοκρατική απόφανση.

ΙΙ. Τα επιχειρήματα των αντιτιθέμενων στη διενέργεια του δημοψηφίσματος δεν πατάνε πουθενά. Είναι προσχηματικές εκλογικεύσεις (μία εξ αυτών αγγίζει το παράλογο και μία άλλη είναι επικίνδυνης λογικής). Στη στάση αυτή ανιχνεύεται η πρόσληψη της δημοκρατίας (με το κατεστημένο περιεχόμενο της έννοιας) ως κάτι το «ιερό» που με κάθε τρόπο δεν πρέπει να φαίνεται ότι παραβιάζεται. Και είναι απολαυστικά διασκεδαστικό για τους αριστερούς να βλέπουν ότι μεταξύ εκείνων που την παραβιάζουν, συγκαταλέγονται και αυτοί που έχουν αφιερώσει τη μισή ζωή τους για να αποδείξουν ότι οι Μπολσεβίκοι του Λένιν δεν είχαν την πλειοψηφία, όταν προχώρησαν στην Οκτωβριανή Επανάσταση το 1917!

ΙΙΙ. Πίσω από την άρνηση στο δημοψήφισμα κρύβεται ο φόβος της υπερίσχυσης του «όχι». Αυτό, οδηγεί στον ακόλουθο ισχυρισμό: Οι Εθνικοσοσιαλιστές του Χίτλερ δεν θα κατακτούσαν την εξουσία αν απαγορευόντουσαν οι εκλογές. Και στο ακόλουθο συμπέρασμα: Παρά τις γκρίνιες πολλών για τις κυβερνήσεις που αποφασίζουν ερήμην του λαού, αυτοί οι πολλοί προτιμούν μία κυβερνητική μειοψηφική απόφαση επειδή συμφωνούν μαζί της και όχι μία της λαϊκής πλειοψηφίας επειδή τους βρίσκει αντίθετους (ίσως και επειδή «πού να παρατήσουμε τώρα τις δουλειές μας και να τρέχουμε να προπαγανδίζουμε το “ναι”…»).

ΙV. Ο ίδιος φόβος τροφοδοτεί και την αρνητική στάση τμημάτων της Αριστεράς. Δεν έχουμε κανένα πρόβλημα να πούμε ότι μια τέτοια αντίληψη υποτιμά και προσβάλλει τον ελληνικό λαό και εκφράζει την ηττοπάθεια, την παθητικότητα και την ανικανότητα που ζει και βασιλεύει στις τάξεις μας.

V. Σε ένα ενδεχόμενο δημοψήφισμα για το …δημοψήφισμα θα ψηφίζαμε «όχι». Αν επικρατούσε το «ναι» δεν θα το θεωρούσαμε το τέλος του κόσμου. Και δεν θα είχαμε τελικά αντίρρηση για το δημοψήφισμα, αν όσοι το ήθελαν συγκέντρωναν περισσότερο από το 1/3 των ψήφων.

VI. Δεν θεωρούμε επ’ ουδενί δεδομένο ότι ένα δημοψήφισμα για την απόδοση ιθαγένειας σε αλλοδαπούς (επί της αρχής, όχι επί συγκεκριμένου νόμου) θα ήταν απορριπτικό.

VII. Ένα ενδεχόμενο δημοψήφισμα θα είχε και τα εξής θετικά: 1) Θα υποχρέωνε σε μία σοβαρή συζήτηση για το μεταναστευτικό. 2) Θα επέτρεπε να ξεχωρίσουν καλύτερα οι ρατσιστές από όσους φοβούνται και να προστατεύσουμε έτσι καλύτερα τους δεύτερους από τους πρώτους. 3) Θα υποχρέωνε την Αριστερά να σοβαρευτεί και να κόψει τις πολλές μλκς που γράφουν και ξεστομίζουν σε καθημερινή βάση πολλά στελέχη και οπαδοί της.

VIII. Η συμφωνία μας με την κυβερνητική πρόθεση εντοπίζεται αυστηρά και μόνο στη γενική ιδέα της απόδοσης ιθαγένειας. Δεν έχουμε μελετήσει το προσχέδιο του νόμου και συνεπώς δεν μπορούμε να μιλήσουμε ακόμα μετά λόγου γνώσεως.


[1] Η προβολή είναι μία ψυχική διαδικασία κατά την οποία το άτομο μεταθέτει στους άλλους δικές του ιδιότητες και συμπεριφορές, προκειμένου να αποποιηθεί τις δικές του ευθύνες ή ενοχές και να έλθει έτσι σε αρμονία με τη συνείδησή του.

[2] Να ένας καλός λόγος για να μη φοβάται κανείς ότι θα …πλήξει, ακόμα κι αν υλοποιηθεί η κομμουνιστική κοινωνία ακριβώς όπως την οραματίστηκε ο Μαρξ!

[3] Dolly ονομάστηκε η θηλυκή προβατίνα που ήταν το «προϊόν» της πρώτης κλωνοποίησης έμβιου όντος (1996).

[4] Έτσι ονομάζεται η διαδικασία με την οποία το άτομο διαχειρίζεται και «τακτοποιεί» τις αντιφάσεις μεταξύ των πράξεών του (ή αποφάσεων, συμπεριφορών, κ.λπ.) και των ιδεών που έχει ενστερνιστεί, σύμφωνα με τις οποίες όμως θα έπρεπε να πράξει διαφορετικά.

[5] Απώθηση είναι ο ψυχικός μηχανισμός που «ωθεί» προς τη λήθη τα δυσάρεστα συναισθήματα.


Η φωτογραφία είναι από το monster-munch.com

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2010

Συγκλίσεις, συγκρίσεις και καταθλίψεις…

Παρακολουθήσαμε πριν από λίγο τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη σε μια συνέντευξη-συνομιλία με τον Νίκο Χατζηνικολάου στις ειδήσεις του ALTER. Ήταν εξαιρετικός. Γιατί μίλησε όπως έπρεπε να μιλήσει ένας πραγματικός ηγέτης του πολιτικού συστήματος που ύψιστη αποστολή έχει να υπερασπίσει τα συμφέροντα της εξαιρετικά ολιγομελούς τάξης που εκπροσωπεί.

Δίδαξε σήμερα ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Δίδαξε τι πρέπει να κάνει σε περίοδο κρίσης ένας ηγέτης, ιδίως όταν η σφοδρότητά της του δίνει όλη τη διορατικότητα που απαιτείται, ώστε να μπορεί να διακρίνει, αχνά αλλά έγκαιρα, το φάσμα της κοινωνικής αναταραχής. Ένα φάσμα που ίσως μετατραπεί σε ασυγκράτητη χιονοστιβάδα και παρασύρει τους εκπροσώπους των εχθρών της κοινωνίας, επίτιμο μέλος των οποίων είναι κι ο ίδιος.

Σε τέτοιες περιπτώσεις ένας ηγέτης πρέπει να ενώνει. Να αίρεται πάνω από κόμματα που εκπροσωπούν διάφορες μερίδες του συστήματος και -χωρίς να αποκηρύττει την δική του ιδιαίτερη μερίδα και κόμμα- να τα ενώνει ψυχικά. Έτσι ώστε, από καλύτερες θέσεις, όλοι μαζί πια, να μπορέσουν να υπερασπίσουν τους ολίγους με τα θηριώδη συμφέροντα από τους πολλούς με τα τεράστια αδιέξοδα.

Τι κρίμα! Τι κρίμα να μην έχει κι η Αριστερά έναν Κωνσταντίνο Μητσοτάκη…


Η μαύρη εικόνα είναι από το μαύρο τοπίο

Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2010

Παίζουν οι αριστεροί πόκα;

Στη φωτογραφία, που χρονολογείται εδώ και πάνω από έναν αιώνα -άνοιξη του 1908- μπορεί να διακρίνει κανείς τον 38χρονο τότε Λένιν να παίζει σκάκι, μάλλον με τον Αλεξάντερ Μπογκντάνωφ. Το στιγμιότυπο είναι από το σπίτι του Μαξίμ Γκόρκι στο Κάπρι της Ιταλίας, όπου ζούσε τότε και στο οποίο είχε προσκαλέσει τον Λένιν. Ο ίδιος ο Γκόρκι διακρίνεται να παρακολουθεί όρθιος, με το καπέλο φορεμένα στραβά και κάπως μποέμικα. Παραμένει άγνωστο, τουλάχιστον σε εμάς, ποιος κέρδισε τελικά την παρτίδα, αν και στο φιλοσοφικό «ματς» μεταξύ Λένιν και Μπογκντάνωφ που θα διεξαγόταν λίγο αργότερα[1], νικητής θα έβγαινε ο Βλαδίμηρος. Ωραία.

Φανταστείτε τώρα την ίδια φωτογραφία, με τα ίδια πρόσωπα, την ίδια εποχή, αλλά με μία μόνο διαφορά: Αλλάξτε το παιχνίδι. Αντικαταστήστε τη σκακιέρα με μια τράπουλα και τα πιόνια με μάρκες. Και πείτε ότι ο Λένιν, αντί για σκάκι, παίζει πόκα!

Αχός βαρύς ακούγεται: Ο-Λέ-νιν-να-παί-ζει-πό-κα;! Των αδυνάτων αδύνατον! Αιρετικοί! Βέβηλοι!! Βλάσφημοι!!!

Μικρός οδηγός πόκας

Ας αφήσουμε προς το παρόν τον Λένιν στην ησυχία του κι ας διευκολύνουμε τους αναγνώστες που δεν έχουν επαφή με το «άθλημα», δίνοντας όσο πιο συνοπτικά γίνεται τα «ντεσού» της πόκας. Πρόκειται για μια ελληνική (δεν ξέρουμε αν παίζεται σε άλλες χώρες) έκδοση πολύ πιο βελτιωμένη και επηυξημένη του Αμερικανικού παιχνιδιού του πόκερ. Παίζεται από δύο έως οκτώ παίκτες, αν και η ιδανική σύνθεση περιλαμβάνει πέντε ή έξι. Η «μάχη» διεξάγεται μέσω του σχηματισμού διαφόρων συνδυασμών οι οποίοι προκύπτουν από τα φύλλα που μοιράζονται στον κάθε παίκτη και από αυτά που εκτίθενται στο κέντρο του τραπεζιού και είναι διαθέσιμα σε όλους για να διαλέξει ο καθένας αυτό που χρειάζεται προκειμένου να σχηματίσει κάποιον συνδυασμό. Η ισχύς των φύλλων είναι δεδομένη. Ξεκινώντας από το ισχυρότερο: Άσσος, Ρήγας, Ντάμα, Βαλές, δέκα, εννέα, οκτώ, κλπ. (Εδώ να πούμε ότι, σε αντίθεση με το πόκερ, δεν χρησιμοποιείται όλη η τράπουλα εκτός αν παίζουν πάνω από οχτώ παίκτες, πράγμα απίθανο. Για έξι παίκτες χρησιμοποιούνται μέχρι και τα πεντάρια, ενώ για πέντε μέχρι και τα εξάρια). Δεδομένη επίσης είναι και η ιεράρχηση από πλευράς ισχύος των διαφόρων συνδυασμών. Ξεκινώντας και πάλι από τον καλύτερο συνδυασμό: Φλος (πέντε συνεχόμενα φύλλα ιδίου χρώματος, μια πεντάδα ας πούμε του Κουμ Καν), Καρέ (τέσσερις Άσσοι, ή τέσσερις Ρηγάδες, κλπ.), Φουλ (τρία όμοια + δύο όμοια, π.χ. τρεις Ντάμες και δύο δεκάρια μας κάνουν Φουλ της Ντάμας με δεκάρια), Χρώμα (πέντε φύλλα ιδίου χρώματος), Τρία (τρεις Ρηγάδες ή τρία εννιάρια π.χ.), Κέντα (πέντε συνεχόμενα φύλλα διαφορετικών χρωμάτων), Ζευγάρια (δύο όμοια + δύο άλλα όμοια), Ζευγάρι. Τέλος, κανένας συνδυασμός, η λεγόμενη -και καταραμένη- «πενταφυλλία». Αυτονόητο ότι σε περίπτωση σχηματισμού δύο όμοιων συνδυασμών κερδίζει ο παίκτης με τα ισχυρότερα φύλλα. Έτσι, το Φλος ή η Κέντα στον Άσσο (με ισχυρότερο φύλλο τον Άσσο δηλαδή) κερδίζει το Φλος ή την Κέντα στη Ντάμα. Όμοια, το Φουλ του Βαλέ κερδίζει το Φουλ του δέκα και το Φουλ του Ρήγα με Βαλέδες κερδίζει το Φουλ του Ρήγα με οχτάρια. Το ίδιο ισχύει για όλους τους συνδυασμούς, ακόμα και για την πενταφυλλία (πέντε «άσχετα» φύλλα με μεγαλύτερο χαρτί τη Ντάμα που δεν σχηματίζουν κανένα συνδυασμό κερδίζουν πέντε επίσης «άσχετα» με μεγαλύτερο χαρτί το Βαλέ).

Μέχρι εδώ τίποτα το εξτραορντινέρ, θα πουν ορισμένοι. Όσο κι αν η πληθώρα αυτή των συνδυασμών δίνει προσθέτουν ενδιαφέρον, δεν παύουν να είναι οι κανόνες ενός χαρτοπαικτικού παιχνιδιού. Το εξτραορντινέρ προκύπτει από τρία ακόμα χαρακτηριστικά της πόκας που κάνουν πολλούς (ημών συμπεριλαμβανομένων) να τη χαρακτηρίζουν ως το Παιχνίδι των Παιχνιδιών, από τα χαρτοπαικτικά εννοείται.

Το πρώτο: Η πόκα παίζεται με πολλές επιμέρους παραλλαγές («παιχνίδια») που διαρκούν λίγα λεπτά το κάθε ένα -αυτό, αφ’ ενός αφαιρεί πλήρως από το παιχνίδι τη μονοτονία και αφ’ ετέρου του προσθέτει καταιγιστική πολλές φορές ταχύτητα. Όλα τα «παιχνίδια» ακολουθούν τους ίδιους κανόνες γενικά, ωστόσο χωρίζονται σε δύο βασικές κατηγορίες. Στην μια η ιεραρχική ισχύς των συνδυασμών βάσει των οποίων αναδεικνύεται ο νικητής είναι αυτή που αναφέραμε ήδη. Στην άλλη, έχουμε μια μερική ανατροπή: Το Χρώμα κερδίζει το Φουλ και η Κέντα τα Τρία (όλοι οι άλλοι συνδυασμοί διατηρούν την ιεραρχία τους). Επιπροσθέτως: Ένας έμπειρος και δημιουργικός παίκτης μπορεί να σχεδιάσει ένα δικό του «παιχνίδι» εμπλουτίζοντας ακόμα περισσότερο την ποικιλία του παιχνιδιού.

Το δεύτερο: Ασχέτως αν τα διάφορα «παιχνίδια» υπακούουν στους ίδιους κανόνες, κάθε ένα έχει τα δικά του «μυστικά» και ιδιαιτερότητες. Και μια και κάθε παίκτης, εναλλάξ και με τη σειρά, «κάνει» το παιχνίδι που αυτός θέλει χωρίς κανέναν περιορισμό, έχει τη δυνατότητα να επιλέγει τα «παιχνίδια» που θεωρεί ότι ξέρει πιο καλά από τους αντιπάλους του ή, εν πάση περιπτώσει, ότι «του πάνε» πιο πολύ.

Το τρίτο και σημαντικότερο: Ενώ στη συντριπτική πλειοψηφία των χαρτοπαικτικών παιχνιδιών τα χρήματα που παίζονται κάθε φορά αποφασίζονται συναινετικά και μένουν σταθερά (π.χ. 1 λεπτό ο πόντος στα παιχνίδια που παίζονται με πόντους ή 1 ευρώ η παρτίδα, όπως στο κουμ καν λόγου χάρη), στην πόκα ο κάθε παίκτης είναι απόλυτα ελεύθερος να ποντάρει ό,τι θέλει καλώντας και τους αντιπάλους του ή να ακολουθήσουν ή να αποσυρθούν από το συγκεκριμένο «παιχνίδι». Φυσικά, ακολουθώντας τους ίδιους κανόνες, κάθε παίκτης έχει το δικαίωμα όχι μόνο να ακολουθήσει αλλά και να ανεβάσει το στοίχημα ακόμα περισσότερο (η περίφημη «ρελάνς»). Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια του κάθε παιχνιδιού -που όπως είπαμε διαρκεί λίγα λεπτά- η διαδικασία του πονταρίσματος για όλους και από όλους τους παίκτες γίνεται τέσσερις, πέντε ή και έξι, ακόμα και εφτά ή οχτώ φορές! Εν ολίγοις, χαμός!

Όπως εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κανείς, στην πόκα τα χρήματα δεν είναι μόνο το έπαθλο της νίκης, αλλά και το μέσον να φτάσει κανείς σ’ αυτήν. Πώς; Μα απλούστατα μέσω του πονταρίσματος. Πιέζοντας για παράδειγμα τους αντιπάλους με ένα απροσδόκητα υψηλό ποσόν, μπορεί να δώσει την εντύπωση ότι και το φύλλο του είναι αντίστοιχα δυνατό, πράγμα που μπορεί κάλλιστα να μην ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα (η περίπτωση της μπλόφας) -αν και το πιθανότερο είναι, σύμφωνα και με το νόμο του Μέρφι, ότι όντως το φύλλο του είναι τουλάχιστον καλύτερο από το δικό σου! Ή πάλι όταν, εκτιμώντας ότι το φύλλο που έχει σε κάποια δεδομένη στιγμή είναι μεν ανίσχυρο γενικά, αλλά το καλύτερο στη συγκεκριμένη φάση, ανεβάζει το στοίχημα, υποχρεώνοντας έτσι τους ανταγωνιστές του ή να παραιτηθούν από τη συνέχεια του παιχνιδιού (που θα καταλήξει πιθανότατα εις βάρος του), ή να ρισκάρουν ένα μεγάλο ποσό, χωρίς τίποτα να τους εξασφαλίζει 100% τη νίκη, μια και μιλάμε για τυχερό παιχνίδι σε τελική ανάλυση.

Αριστερά (ενωμένη!) εναντίον πόκας

Μετά από αυτή τη σύντομη ξενάγηση στην πόκα, φτωχή για να μεταφέρει το μεγαλείο* της, αλλά σαφέστατη ως προς την αποκάλυψη της τραγωδίας* της, μπορούμε να περάσουμε στο θέμα του σημερινού σημειώματος: Παίζουν οι αριστεροί πόκα; Ή, ορθότερα και πιο ολοκληρωμένα: Επιτρέπεται στους αριστερούς να παίζουν πόκα; (*Το μεγαλείο της συμπίπτει με την τραγωδία της: Γρήγορο και ενδιαφέρον παιχνίδι που παίζεται με χρήματα και στο οποίο ο κάθε παίκτης έχει μεγάλες δυνατότητες παρέμβασης και επηρεασμού της εξέλιξής του, έτσι ώστε να φτάσει στη νίκη).

Για κάθε «ορθόδοξο» αριστερό (κακώς το μυαλό σας πηγαίνει μόνο στο ΚΚΕ, εστίες «ορθοδοξίας» υπάρχουν σε κάθε μερίδα της Αριστεράς, ουδεμιάς εξαιρουμένης) η απάντηση στο ερώτημα είναι ένα ξερό και θυμωμένο «όχι». Επί τη βάσει των εξής επιχειρημάτων:

1ον, τα τυχερά παιχνίδια δεν συνάδουν με την αριστερή κοσμοθεωρία, η οποία, όταν υποστηρίζει ότι πρέπει οι άνθρωποι να πάρουν την τύχη τους στα χέρια τους, δεν εννοεί και ακριβώς την τράπουλα (αυτή η ερμηνεία είναι σωστή εδώ που τα λέμε, για να τα λέμε όλα). Αντίθετα, συνάδουν απόλυτα τα παιχνίδια σκέψης και στρατηγικής, όπως το σκάκι (ή το σκάκι των Κινέζων, το γκο). Να γιατί κάθε αριστερός θεωρεί δεδομένο ότι ο Λένιν δεν γίνεται παρά να έπαιζε σκάκι, ενώ ανατριχιάζει στην ιδέα ότι θα μπορούσε ποτέ να πει: «Σύντροφοι, τα λεφτά είναι δικά μου. Φουλ του Άσσου με Ρηγάδες!».

2ον, ως κατ’ εξοχήν τυχερό παιχνίδι και όχι «τεχνικό» (όπως το μπριτζ ή η ξερή φέρ’ ειπείν), παίζεται μόνο με λεφτά -με την έννοια ότι διαφορετικά δεν έχει γούστο, όπως ακριβώς συμβαίνει με τη μπύρα χωρίς αλκοόλ, ας πούμε. (Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι και αυτό το επιχείρημα είναι βάσιμο). Αλλά, πού ακούστηκε, λέει ο «ορθόδοξος» αριστερός λόγος, αριστεροί να παίζουν για λεφτά;! (Εδώ υπεισέρχεται μια νοητική αυθαιρεσία, θα το σχολιάσουμε παρακάτω, αλλά ας το σημειώσουμε).

3ον, όχι μόνο παίζεται με λεφτά (δηλαδή με χρηματικό αντίκρισμα, θετικό ή αρνητικό, για τη νίκη ή την ήττα), όχι μόνο παίζεται γι’ αυτό το χρηματικό αντίκρισμα, αλλά επιπλέον παίζεται και μέσω του χρήματος -όπως εξηγήσαμε προηγουμένως εκθέτοντας την ιδιαίτερη διαδικασία πονταρίσματος στην πόκα. Όπως ακριβώς δηλαδή ο καπιταλιστής, μέσω του χρήματος που αυτός και μόνον κατέχει, πιέζει τους μισθωτούς των οποίων την εργατική δύναμη εκμεταλλεύεται, ή το μικροεπαγγελματία προμηθευτή του. Είναι φανερό, λένε οι «ορθόδοξοι», ότι εδώ έχουμε μια προσχώρηση στην ιδεολογία του ταξικού εχθρού, μια καθοδική περιδίνηση σ’ ένα βαρέλι δίχως πάτο!

Αυτά εν ολίγοις είναι τα βέλη που εκτοξεύονται από όλες τις πτέρυγες της Αριστεράς εναντίον όλων ημών των αριστερών που δοθείσης ευκαιρίας δεν την αφήνουμε να πάει χαμένη και στήνουμε καμιά ποκίτσα. Δεδομένων των ενωτικών αντιλήψεών μας, μια τέτοια σύμπνοια μας χαροποιεί κατ’ αρχήν. Όμως, έχουμε δύο προβλήματα: Δεν είμαστε σύμφωνοι με σημαντικά σημεία αυτού του σκεπτικού που αποτελεί τη «βάση εκτόξευσης» των βελών και επιπλέον, επειδή τα βέλη καρφώνονται και στο δικό μας πισινό, όσο και να πεις, μια μικρή ενόχληση τη νιώθουμε. Κυρίως όταν καθόμαστε -για να παίξουμε πόκα, λόγου χάρη!

Υπεράσπιση

Είναι γνωστή η σαφής προτίμηση των αριστερών -συχνά μέχρι λατρείας- στο βασιλιά των παιχνιδιών σκέψης, το σκάκι. Όσοι είχαν δε την ευκαιρία να γνωρίσουν παλιούς αριστερούς από τη γενιά που πλήρωσε την ήττα με εξορίες και φυλακές, θα διαπίστωσαν ότι δύσκολα μπορούσες να βρεις κάποιον που να μην παίζει σκάκι, αν και το ποσοστό των φίλων του συγκεκριμένου παιχνιδιού στην Ελλάδα δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα ψηλό. Η εύκολη εξήγηση από τον πολύ κόσμο για το φαινόμενο, ακόμα και σήμερα που η αντικομμουνιστική προπαγάνδα δεν είναι θεσμικά ενσωματωμένη στις κρατικές πολιτικές, είναι η «Σοβιετοδουλεία» των Ελλήνων κομμουνιστών: «“Αυτοί” παιδί μου, αν τους έλεγε ο Στάλιν πότε να “ενεργηθούν”, θα έβαζαν ξυπνητήρι για να πάνε στον καμπινέ στην ώρα τους!». Επιθεωρησιογραφικές ανοησίες φυσικά και μάλιστα τριτοκλασάτης επιθεώρησης.

Για μας, πίσω από αυτή τη λατρεία για το σκάκι –και, εν μέρει, τη συνεπακόλουθη απέχθεια στη χαρτοπαιξία και δη παιχνιδιών σαν την πόκα- κρύβεται κάτι πολύ πιο βαθύ που αξίζει να το έχουμε στα υπ’ όψη. (Να πούμε εδώ παρεμπιπτόντως ότι αυτή η ανάλυση δεν υποδηλώνει καμία προτίμηση. Λατρεύουμε την πόκα όσο λατρεύουμε και το σκάκι και εσχάτως, μετά από ένα Πρωτοχρονιάτικο δώρο, αρχίζουμε να ερωτευόμαστε και το γκο -όλα αυτά κατά σχετική πλειοψηφία, δεν υπάρχει μονολιθικότητα). Ποιο είναι λοιπόν αυτό το ουσιαστικότερο υπόβαθρο;

Όσο το σκεφτόμαστε, τόσο μας φαίνεται και πιο βάσιμο: Είναι το σπέρμα του θετικισμού[2] του 19ου αιώνα που όσο και να πεις ανιχνεύεται στο μαρξικό έργο, η υπολανθάνουσα ιδέα (ή η υποβολή της ιδέας) της «επιστημονικότητας» του ιστορικού υλισμού και μαζί η ψευδαίσθηση που ανέπτυξαν πλείστοι όσοι επίγονοι ότι άπαξ και κατείχαν του νόμους κίνησης της Ιστορίας δεν αρκούσε παρά λίγο καθαρό μυαλό και ο απαραίτητος βολονταρισμός[3] -προπάντων αυτός!- για να οδηγήσουν την ανθρωπότητα στο σοσιαλισμό.

Δείτε το σκάκι. Δεν είναι το ιδανικό παιχνίδι για την αναπαράσταση μιας τέτοιας φαντασίωσης; Όλα δοσμένα, όλα δεδομένα, χωρίς απρόσμενες και δυσάρεστες εκπλήξεις. Ο αξιωματικός κινείται διαγώνια φέρ’ ειπείν. Πάντα. Αποκλείεται να του τη δώσει ξαφνικά και για απροσδιόριστους λόγους να αρχίσει να κινείται με άλματα σαν το άλογο! Και ο πύργος πάντα θα έχει την ίδια τετράγωνη λογική και θα κινείται μόνο οριζοντίως ή καθέτως, ποτέ διαγώνια! Κάτω από αυτές τις συνθήκες, τι άλλο χρειάζεται κανείς από επαρκή γνώση της στρατηγικής και τακτικής του παιχνιδιού και την απαιτούμενη θέληση να προσηλώνεται στο κουραστικό μέχρι εξουθένωσης «μέτρημα» των κινήσεων, έτσι ώστε να προβλέψει και να καταστήσει εκ των προτέρων ακίνδυνη κάθε πιθανή απάντηση του αντιπάλου και συνεπώς να οδηγήσει τα πιόνια του στη νίκη; Ενώ στην πόκα!... Στην πόκα μπορεί να ξεκινήσεις με τρεις Ρηγάδες στο χέρι και να χάσεις στο τέλος από την ταπεινή κέντα. Ή να σου λείπει μόνο ένα φύλλο για να κάνεις Φλος ή έστω Χρώμα, αλλά να μη το βρεις ποτέ και να δεις τον αντίπαλο να «σκουπίζει» όλες τις μάρκες από το τραπέζι -συμπεριλαμβανομένων των δικών σου!- έχοντας μόνο δύο ζευγαράκια και μάλιστα τόσο μικρά που δεν τα πιάνει το μάτι!

Εδώ καλείται ο σοβαρά σκεπτόμενος αναγνώστης να αναρωτηθεί: Ποιο παιχνίδι από τα δύο αναπαριστά πιστότερα αυτό που συμβαίνει στην πραγματική κίνηση της Ιστορίας; Ποιο παιχνίδι λόγου χάρη είναι πιο κοντά στην επιβεβαιωμένη πια από τα πράγματα άποψη ότι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων δεν οδηγεί νομοτελειακά στη σοσιαλιστική αλλαγή; Εν τέλει: Ποιο από τα δύο παιχνίδια είναι πιο κοντά στην ενδεχομενικότητα της Ιστορίας; Και -το τελευταίο «καρφί»- τι θα έλεγε ο ίδιος ο Λένιν επ’ αυτού;

Αφήνουμε αυτά τα ερωτήματα να εκκρεμούν και να ζητούν τις όποιες απαντήσεις δίνει ο καθένας και περνάμε στο δεύτερο επιχείρημα της εισαγγελικής έδρας. «Η πόκα παίζεται για τα λεφτά». Αυτή είναι η νοητική αυθαιρεσία για την οποία κάναμε λόγο πιο πριν, προϊόν ενός απλουστευτικού και αναγωγικού τρόπου σκέψης[4], θύματα του οποίου έχουμε πέσει πολλές φορές εμείς οι αριστεροί.

Ώστε «η πόκα παίζεται για τα λεφτά»; Ουδέν αναληθέστερον. Δηλαδή, ουδέν αναληθέστερον με την έννοια ότι δεν είναι παρά η μισή αλήθεια. Η όλη αλήθεια είναι κάπως διαφορετική: Η πόκα μπορεί να παίζεται για τα λεφτά. Όπως μπορεί να παίζεται κάθε παιχνίδι. Ακόμα και ο ευγενής βασιλιάς των παιχνιδιών, η Α.Μ. το σκάκι! Στην πραγματικότητα πάρα πολλές παρτίδες σκακιού έχουν παιχτεί με στοίχημα τους καφέδες ή τις μπύρες σ’ ένα καφενείο (και καλύτερα να μη μιλήσουμε για το τάβλι!). Γιατί αλήθεια: Τι εμποδίζει έναν παίκτη οποιουδήποτε παιχνιδιού να παίξει με στοίχημα; Τίποτα. Και αντίστροφα: Τι εμποδίζει έναν παίκτη πόκας, που παίζει βέβαια με λεφτά, γιατί έτσι μόνο παίζεται η πόκα, να μην παίζει για τα λεφτά; Πάλι τίποτα. Και για να επανέλθουμε στο παράδειγμα της μπύρας που αναφέραμε προηγουμένως: Το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων προτιμά τη μπύρα με αλκοόλ δεν κάνει τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων αλκοολικούς! Κοντολογίς: Είναι η προϋπάρχουσα αντίληψη για το χρήμα που κάνει έναν παίκτη να παίζει για τα λεφτά, όχι το παιχνίδι.

Είπαμε πριν ότι η πόκα παίζεται μόνο με λεφτά. Αυτό συνδέεται με το τρίτο και «συντριπτικότερο» επιχείρημα όσων αριστερών καταδικάζουν την πόκα στο πυρ το εξώτερον.

Κατ’ αρχήν να επαναλάβουμε: Η πόκα παίζεται μόνο με λεφτά, γιατί τα λεφτά αποτελούν το αναπόσπαστο μέσον να διεξαχθεί το παιχνίδι, όπως έχουμε εξηγήσει στο συνοπτικό οδηγό του παιχνιδιού. Λέγοντας αυτό βέβαια ξαναδίνουμε το περιθώριο στους «ενωμένους αριστερούς ενάντια στην πόκα» να αναφωνήσουν: «Ορίστε, το ομολογούν! Τι χρεία άλλη μαρτύρων έχουμε;».

Θα θέλαμε να θυμίσουμε εδώ στην κατηγορούσα αρχή ότι το χρήμα, η υλική αναπαράσταση δηλαδή της οικονομικής ισχύος, δεν είναι εφεύρεση του καπιταλισμού. Ούτε υπάρχει τίποτα το εξ ορισμού αρνητικό στο χρήμα ως μέσον, δεν είμαστε γι’ αυτό το λόγο αντίπαλοι του συγκεκριμένου συστήματος. Είμαστε αντίπαλοι στο συγκεκριμένο ζήτημα -που δεν είναι το μόνο βέβαια το οποίο μας χωρίζει- γιατί μετέτρεψε το χρήμα σε αυτοσκοπό, αναβιβάζοντας τις οικονομικές αξίες στην κορυφή της ιεραρχίας όλων των αξιών και σπρώχνοντας τις άλλες στο περιθώριο. Και όπως ακριβώς, τώρα, εδώ, σε συνθήκες καπιταλισμού, υπάρχουν άνθρωποι που πιάνουν καθημερινά στα χέρια τους χρήματα και συναλλάσσονται μ’ αυτά, αλλά δεν έχουν τη σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό συσσώρευσή τους ως αυτοσκοπό, έτσι και στην πόκα υπάρχουν παίκτες που ποντάρουν με χρήμα, χωρίς να αποσκοπούν στη συσσώρευσή του μέσω του παιχνιδιού. (Αυτό το τελευταίο ισχύει και ανάποδα: Αμέτρητοι είναι εκείνοι που δεν πιάνουν τράπουλα στα χέρια τους μόνο και μόνο, επειδή δεν αντέχουν στην ιδέα να χάσουν έστω και πέντε ευρώ!).

Αντί επιλόγου

Θα έκανε μέγα λάθος ο αναγνώστης που, παίρνοντας κατά γράμμα ορισμένα σημεία του σημερινού σημειώματος, θα θεωρούσε ότι αυτό είναι μια συνηγορία υπέρ της πόκας. Καμία σχέση. Αν κάτι θέλουμε να υπερασπίσουμε, αυτό είναι το Παιχνίδι γενικά, χωρίς το οποίο, όπως εμείς τουλάχιστον ισχυριζόμαστε, τα «ισόβιά» μας δεν βγαίνουν. Και, μιλώντας για παιχνίδια, περί ορέξεως ουδείς λόγος! Μ’ άλλα λόγια, τα προσωπικά γούστα του καθενός είναι απολύτως σεβαστά.

Θα έκανε όμως, ίσως, μεγαλύτερο λάθος ο αναγνώστης που θα έβγαζε το συμπέρασμα ότι επιχειρούμε να ιδεολογικοποιήσουμε το παιχνίδι το οποίο μας απασχόλησε σήμερα και το οποίο δεν κρύψαμε ότι μας αρέσει. Αυτό, η ιδεολογικοποίηση δηλαδή, είναι ένα λάθος που συχνά κάνουμε εμείς οι αριστεροί, κυρίως για το ποδόσφαιρο. Μακριά από εμάς. Καμία ιδεολογικοποίηση. Αν αναφερθήκαμε ερμηνευτικά σε ορισμένες πλευρές του παιχνιδιού, το κάναμε για να δώσουμε τη δική μας εκδοχή αντιπαραθετικά με τις (ιδεολογικές) κριτικές που υφίστανται οι αριστεροί παίκτες πόκας. Κι αυτό, όχι γιατί ισχυριζόμαστε πως οι αριστεροί πρέπει να παίζουν πόκα, αλλά γιατί πιστεύουμε ότι δεν υπάρχει τίποτα το κακό αν παίζουν. Με την προϋπόθεση φυσικά ότι δεν παίζουν για τα λεφτά.

Τέλος, είναι φανερό ότι με αφορμή το σημείωμα περί πόκας, μιλήσαμε και για ένα-δυό σοβαρά πράγματα. Εννοούμε σοβαρά πράγματα για μας τους αριστερούς.

Το ξέρουμε ότι τα ξέρετε. Πείτε ότι ήταν μια υπενθύμιση προς όλους μας να μην τα ξεχνάμε…


[1] Ο Αλεξάντερ Μπογκντάνοφ (1873-1928), γιατρός, οικονομολόγος, φιλόσοφος και συγγραφέας έργων επιστημονικής φαντασίας, μπολσεβίκος από το 1903, είχε μία ταραχώδη σχέση με την ηγεσία των Μπολσεβίκων η οποία πέρασε πολλές διακυμάνσεις -επηρέασε αρκετούς αλλά και συγκρούστηκε έντονα με περισσότερους, μεταξύ των οποίων και με τον ίδιο τον Λένιν. Το 1906 0λοκλήρωσε την φιλοσοφική τριλογία «Εμπειριοκριτικισμός». Ο Λένιν αντέκρουσε πειστικά τις απόψεις του με το έργο «Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός» (1909).

[2] Ο θετικισμός, πολύ συγγενής με τον αγγλικό εμπειρισμό, αλλά πιο αντιμεταφυσικός από αυτόν, είναι φιλοσοφικό ρεύμα με «πατέρα» το Γάλλο Αύγουστο Κοντ (1798-1854). Σύμφωνα με τη θετικιστική προσέγγιση το αντικείμενο της φιλοσοφίας πρέπει να είναι το άμεσα δοσμένο και χειροπιαστό, αφού πέρα από αυτό δεν υπάρχει τίποτε άλλο.

[3] Σύμφωνα με το βολονταρισμό (ή βουλησιοκρατία) η θέληση είναι η πιο βασική ψυχική λειτουργιά και έχει το προβάδισμα απέναντι στη νόηση και το συναίσθημα. Στην πολιτική δράση ο βολονταρισμός αναφέρεται στην πεποίθηση ότι ο κυριότερος παράγων για να ξεπερνιώνται οι δυσκολίες είναι η απαιτούμενη κάθε φορά θέληση και αποφασιστικότητα.

[4] Ο αναγωγικός τρόπος σκέψης ακολουθεί -αλλά κάπως μηχανιστικά και μονοσήμαντα- μία από τις βασικότερες μεθόδους εξαγωγής συμπερασμάτων: Την αναγωγή (εφαρμογή) από το γενικό στο ειδικό. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συλλογισμός πηγαίνει κάπως έτσι: «Στον καπιταλισμό τα πάντα γίνονται για το χρήμα. Άρα και τα παιχνίδια. Επομένως και η πόκα».


Σημείωση: Οι ερμηνευτικές παραπομπές (βασισμένες στο «Φιλοσοφικό Λεξικό» του Σ. Γκίκα) δεν αποσκοπούν στην επίδειξη γνώσεων. Μοναδική πρόθεση είναι η διευκόλυνση είτε των μη εξοικειωμένων με ορισμένες έννοιες αναγνωστών, είτε αυτών που δεν γνωρίζουν κάποια στοιχεία, μάλλον απαραίτητα για την καλύτερη κατανόηση του κειμένου. Η παρουσία τους εδώ -και όποτε χρειάζεται στο μέλλον- οφείλεται και σε μία πρόσφατη συζήτηση με τον Αντώνη του radicaldesire.blogspot.com και του throughtheloophole.blogspot.com.


Η φωτογραφία είναι από το chessaleeinlondon.wordpress.com.

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2010

Ίτε παίδες!

Από σήμερα είναι μια καινούργια χρονιά!


Η φωτογραφία είναι από το wikimedia.