Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2013

Μέρες τού ’21, ’22, ’23, ’24, ’25, ’26, ’27, ’28, ’29, ’30, ’31, ’32, ’33, ‘’34, ’35...




Η αρχή έγινε με την επέτειο των 40 χρόνων από το φασιστικό πραξικόπημα στη Χιλή το 1973, εκεί που το αίμα έτρεξε ποτάμι. Και μετά, λίγες μέρες μετά, ήρθε η μαύρη Τρίτη που φάγανε άνανδρα τον Παύλο και η συζήτηση φούντωσε: αντιφασισμός (μέχρι και στο ταπεινό τσαρδί μας παρουσιάστηκε αυτό το φαινόμενο). Ναι, αντιφασισμός. Αλλά πώς; Εδώ είναι ο κόμπος που από τη δεκαετία του 1920 και μετά τον βρίσκουμε κάθε λίγο και λιγάκι μπροστά στα πόδια μας με αυτή ή την άλλη αφορμή και μπουρδουκλωνόμαστε και συχνά τρώμε τα μούτρα μας.

Σε τι έγκειται η δυσκολία του κόμπου; ─για έναν αριστερό βέβαια και όχι για έναν (αστικο)δημοκράτη. Στο γεγονός ότι εκτός από αντιφασίστας είναι, θεωρητικά τουλάχιστον, και αντικαπιταλιστής. Οπότε, ξέρει πολύ καλά ─κι αυτή τη φορά όχι μόνο θεωρητικά αλλά και μέσα από την Ιστορία─ ότι ο φασισμός και ο ναζισμός ήταν ανέκαθεν το μακρύ και βάρβαρο χέρι τού καπιταλιστικού συστήματος, που το επιστράτευε και στηριζόταν πάνω του κάθε φορά που τα έβρισκε μπαστούνια με το εργατικό κίνημα. Και ξέροντάς το αυτό ο φίλος μας ο αριστερός, κάθε φορά που βρίσκει ανάμεσα στα πόδια του το πρόβλημα του φασισμού, άρα και το ζητούμενο του αντιφασισμού, ξύνει με απορία το κεφάλι του: να λογαριάζω και τους μη αντικαπιταλιστές (δηλαδή τους μη εισέτι αντικαπιταλιστές, καθ’ όσον ως διαλεκτικός ξέρει ή πρέπει να ξέρει ότι things change) στο αντιφασιστικό τείχος που πρέπει να ορθωθεί απέναντι στο Μαύρο Μέτωπο ή να μη τους λογαριάζω; Ιδού η απορία.

Καθαρογράφουμε τις σκέψεις μας γι’ αυτό το ζόρικο ερώτημα και θα τις εκφράσουμε στην επόμενη ανάρτηση. Στο μεταξύ, χρήσιμο θα ήταν να κάνετε κι εσείς τις δικές σας ─το λέμε για όσους δεν έχουν μπει ήδη στη διαδικασία. Όσοι το κάνουν, θα βρουν αρκετή τροφή για σκέψη στια παρακάτω κείμενα:




2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Πολλά θα μου έβγαιναν να πω και κυρίως να ρωτήσω, με αφορμή το θέμα που βάζεις. Θέμα που για να απαντηθεί, θα χρειάζονταν μια εκτεταμένη ανασκόπηση και επαναθεμελίωση βασικών εννοιών και εργαλείων. Τα ερωτήματά μου θα ήταν αφελή και στοιχειώδη, επί στοιχειωδών εννοιών, που δυστυχώς χρησιμοποιούνται με αρκετή ελαφρότητα, όσο και ανεπίτρεπτη ασάφεια, από τους “επαΐοντες”. Ερωτήματα τόσο πολύ αφελή, (ή μήπως τόσο πολύ δύσκολα;) που ουδέποτε απαντώνται. Στην ουσία όμως, εάν αυτά τα θεμελιώδη ερωτήματα δεν απαντώνται, τότε ο όλος διάλογος ή αλλιώς η θεωρία, είναι καταδικασμένη να ανακυκλώνεται σε μικρούς και στενούς κύκλους καταντώντας άγονη θεωρητικολογία. Δεν τολμώ να θέσω ούτε καν τις επικεφαλίδες των αφελών ερωτημάτων.

Έχουν μεγάλη σημασία οι όροι του διαλόγου, και κυρίως η μαζικότητα της συζήτησης, και πως μπορεί η συζήτηση να πάει σε βάθος, πετυχαίνοντας ταυτόχρονα το απαραίτητο πλάτος. Η συνταξιοδότησή μου οφείλεται σε αυτές τις αιτιάσεις, αιτιάσεις και επιφυλάξεις με τις οποίες εξάλλου είχα εμφανιστεί στο μπλοκ.

Από όλα τα παραπάνω, θα ήθελα να περιοριστώ στο εξής: Εάν η συζήτηση δεν μπορεί να προχωρήσει σε μια αντίστοιχη συμβολική έστω πρακτική, τότε θα είναι άγονη. Σαν τέτοια πράξη είναι ενδεικτικά η συνένωση με ένα έστω εκ των μπλοκ που αναφέρονται, ή με κάποιο άλλο συγγενές μπλοκ. Και πάλι βέβαια δεν θα πληρούνται οι όροι που θα καθιστούν χρήσιμο το διάλογο. Θα είναι αυτό όμως μια ελάχιστη ένδειξη προόδου, δηλαδή ελπίδων γονιμότητας. Με τις ευχές μου. Πικάπα

Ανώνυμος είπε...

Συνέχεια απότο προηγούμενο (επεξηγήσεις)
...η συζήτηση που βάζεις, είναι δύσκολη, γιατί ανοίγει αναγκαστικά τη συζήτηση των ταξικών συμμαχιών και μάλιστα στην κατεύθυνση της μετάβασης, (και τέτοιες ενδιαφέρουσες συζητήσεις βρήκα σε ένα τουλάχιστον από τα μπλοκ που συνέστησες). Εάν επιχειρούσε κανείς να προσδιορίσει τον αντιφασισμό ανεξαρτήτως του αντικαπιταλισμού, θα προσχωρούσε ευθέως στην “ρεφορμιστική” απάντηση, οπότε συζήτηση τέλος. (ίσως να ήταν τελικά και καλύτερα!)
Άρα το πραγματικό μέρος της συζήτησης αφορά την ταξική ανάλυση, την ανάλυση των συμμαχιών και των χαρακτηριστικών του και των υποκειμένων, αλλά και του “δρόμου” και των “εργαλείων” και “αντικειμένων” της αντικαπιταλιστικής μετάβασης.

Τα αφελή ερωτήματα δεν μπορούν να τεθούν εν περιλήψει, χωρίς να προβοκαριστούν ελαφρά τη καρδία, από αυτούς που νομίζουν ότι ξέρουν... Πρέπει επίσης να τεθούν αναλυτικά και σε συσχέτιση μεταξύ τους, γιατί χρειάζεται να δουλευτούν και να απαντηθούν ως σύνολο. Σύνολο που συνιστά τελικά τη στρατηγική της μετάβασης. Γιατί σκοπός μας δεν είναι να συζητάμε σαν συνταξιούχοι, αλλά να στήσουμε ένα κατασκεύασμα με το οποίο θα μπορούμε αλλάξουμε τον κόσμο – όσον τουλάχιστον μπορούμε!. Μια τέτοια θεωρητική δουλειά ασφαλώς και έχει πολύ δύσκολες προϋποθέσεις όσον αφορά τους όρους κατ τα εργαλεία του διαλόγου

Αντί λοιπόν για μια τέτοια αναλυτική διατύπωση των ερωτημάτων, ποιο αποδοτικό στην παρούσα φάση θα ήταν να παραπέμψει κανείς στον “λαό”. Δηλαδή να προσπαθήσει να συνομιλήσει και να απαντήσει σε αυτά που σκέφτεται ή απορεί ο απλός κόσμος. Ναι, αυτός ο ¨λαός¨, αυτής της χώρας, σε αυτή τη δεδομένη στιγμή. Και να πιάσει κανείς το λογικό και κυρίως το θυμικό του Το κανείς, δεν αναφέρεται σε ένα πρόσωπο, αλλά στην αριστερά, ως σύνολο. Στην αριστερά, ως ένα σύνολο με φοβερή πολυδιάσπαση, και στον θεωρητικό και στον οργανωτικό τομέα, και που ακόμη και σήμερα, είτε αρκείται στην μεταξύ της εσωτερική διαπάλη, είτε, στην καλύτερη περίπτωση, αδυνατεί να συντονίσει τις δυνάμεις της, απέναντι στον κατ ουσίαν αντίπαλο. Αλλά: Αφοσιωμένη στις δικές της περίπλοκες ορολογίες και αναλύσεις, προσεγγίζει ακόμη τον “λαό” με διαγγέλματα, και τελικά με ελιτισμό.

Η πραγματικότητα μας χτύπησε άσχημα την πόρτα, και για αυτό οι συζητήσεις που δεν προσκομίζουν ένα άμεσο πρακτικό και οργανωτικό βήμα, δεν είναι του παρόντος. Αυτή την έννοια έχει και η ενδεικτική προϋπόθεση, για συνένωση με ένα συγγενές μπλοκ. Αν και ενδεικτική, είναι ωστόσο προϋπόθεση. Δηλαδή, ζητά ωστόσο κάποια άλλη έστω εναλλακτική πρακτική, ένα βήμα τουλάχιστον, στην συλλογική πρακτική αυτών που κάθονται και τα συζητάνε ως αριστεροί, οργανωμένοι ή μη. Οι καιροί, ου μενετοί.